Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Ποιος φοβάται το Μίλτον Φρίντμαν;

1 comment
Το κείμενο της σύντομης παρέμβασής μου (στο Institute of Diplomacy & Global Affairs) με θέμα το Milton Friedman, βασισμένο σε παλαιότερο κείμενο που είχα γράψει για το the books' journal.  

Αν πιστέψει κανείς τη Ναόμι Κλάιν και τους οπαδούς της, πίσω από κάθε καταστροφή της σύγχρονης ιστορίας του πλανήτη βρίσκεται η διαβρωτική επιρροή των ιδεών του Μίλτον Φρίντμαν: δικτατορίες, πόλεμοι, οικονομικές κρίσεις, τρομοκρατικές ενέργειες, καταπιεστικές κυβερνήσεις, αιματηρές εξεγέρσεις. Καθετί σκοτεινό και βάρβαρο επιστρατεύει το σατανικό γκουρού του νεοφιλελευθερισμού με απώτερο στόχο την απόλυτη κυριαρχία των αγορών και την καταστροφή κάθε κοινωνικής δομής.
Read More...

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Η Βίβλος του Άθεου

9 comments

Σχόλιο για το βιβλίο ‘Η Βίβλος του Άθεου’, του Christopher Hitchens. (Όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Books’ Journal – Τεύχος 26, Δεκέμβριος 2012)

Η θρησκευτική πίστη ακροβατεί μεταξύ της αδυναμίας του φόβου για το άγνωστο και της αλαζονικής βεβαιότητας για τη μία και μοναδική αλήθεια. Χρειάζονται μεγάλα αποθέματα θράσους για να διακηρύσσει κανείς την «ταπεινότητά» του, ενώ ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι γνωρίζει τα πάντα για τη δημιουργία του κόσμου, το παρελθόν και το μέλλον του. Πολύ επιτυχημένα ομολογουμένως, καταφέρνει να συνδυάσει την Αγάπη με τις πιο αποτρόπαιες βιαιότητες και το Λόγο με την παραίτηση από κάθε ίχνος ορθολογισμού και νηφάλιας αναζήτησης. «Απαιτεί το μέγιστο της δουλικότητας και της ταπείνωσης, ζητώντας σου να πιστεύεις ότι συνελήφθης και εγενήθης εν αμαρτία και να υπακούεις έναν αυστηρό δημιουργό. Αλλά, σε ανταπόδοση, σε θέτει στο κέντρο του σύμπαντος και σε διαβεβαιώνει ότι είσαι το προσωπικό αντικείμενο ενός θείου σχεδίου.» 
Read More...

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Ryuichi Sakamoto

Leave a Comment
Οι μουσικές μου επιλογές κινούνται συνήθως μέσα από μια σειρά εμμονών. Την τελευταία περίοδο έχω την τάση να μην μπορώ να αποφύγω τη μουσική του Ryuichi Sakamoto. Ιδιαίτερα δε, τις συνεργασίες του με τον Alva Noto και τους ηλεκτρονικούς θορύβους του.

Read More...

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Η Εταιρεία: ο σημαντικότερος θεσμός στον κόσμο

Leave a Comment

Σχόλιο για το βιβλίο ‘Η εταιρεία’, των Τζον Μικλεθουέιτ, Αντριάν Γούλντριτζ. (Όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Books’ Journal – Τεύχος 25, Νοέμβριος 2012)

Ο Τόπος

Σκούρα κοστούμια, γκρίζα πουκάμισα, μονόχρωμες γραβάτες, μικρή βαλίτσα (που μπορεί να περάσει με ταχύτητα τον έλεγχο αποσκευών, αλλά και να χωράει αλλαξιές τριών ημερών τουλάχιστο). Με το iPod να τους προστατεύει από την ανεξέλεγκτα ακαθόριστη φωνή του Κόσμου, έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στο φορητό τους υπολογιστή. Ο δικός τους κόσμος είναι ο κόσμος της αλληλογραφίας που πρέπει να απαντηθεί πριν από την επόμενη πτήση, της παρουσίασης που θα έπρεπε να είναι ήδη έτοιμη, της συμφωνίας που δεν λέει να κλείσει, της ανάλυσης που πρέπει να μεταφραστεί σε κάποια παράξενη γλώσσα.
Read More...

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Lincoln

Leave a Comment
Τον ερχόμενο Ιανουάριο βγαίνει στους κινηματογράφους η καινούρια ταινία του Steven Spielberg, Lincoln. Όποια κι αν είναι η άποψη που μπορεί να έχει κανείς για τον ίδιο και το έργο του, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την τεράστια επιρροή του στην εξέλιξη της πολιτικής ζωής στις ΗΠΑ. Αλλά και γενικότερα στην εξέλιξη της πολιτικής ζωής του Δυτικού κόσμου.

Αξίζει, πριν δούμε την ταινία του Spielberg, να διαβάσουμε το εξαιρετικό μυθιστόρημα/βιογραφία του Gore Vidal, Lincoln. Σίγουρα μια από τις καλύτερες πολιτικές βιογραφίες που έχουν ποτέ κυκλοφορήσει. (Εγώ πάντως το διάβασα μέσα σε 4 ημέρες χωρίς να μπορώ να σηκώσω κεφάλι.)

Για τους φίλους της scifi λογοτεχνίας, διασκεδαστικό είναι και το Abraham Lincoln: Vampire Hunter, του Seth Grahame-Smith. (Αν και η ταινία με τον ίδιο τίτλο ήταν παντελώς αποτυχημένη, βαρετή και, σε κάποια σημεία, απλώς αστεία.)
Read More...

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Φιλελεύθερες αρχές για την Ελλάδα της Ευρώπης

Leave a Comment
Άρθρο μου μαζί με τους φίλους Φώτη Περλικό και Δημήτρη Σκάλκο στο διαδικτυακό τόπο propolitix

Την περίοδο της Μεταπολίτευσης η Ελλάδα βίωσε μια πρωτόγνωρη οικονομική ανάπτυξη, κοινωνική ευημερία και συμμετείχε ενεργά στη ζωή της διεθνούς κοινότητας. Την ίδια στιγμή όμως, αδιαφόρησε για τη βαθμιαία καταστροφή της παραγωγικής βάσης, για την αποδιάρθρωση της κοινωνικής συνοχής, τη συνεχή υποβάθμιση του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος, την ισονομία και την ποιότητα της λειτουργίας του πολιτεύματος, την ανεργία και την προβληματική κοινωνική κινητικότητα, τις ελάχιστες ευκαιρίες για τους νέους μας, τη διαφθορά που εκμαύλισε συνειδήσεις και γιγάντωσε το δημόσιο χρέος.

Read More...

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Prosperity Vs. Economic Freedom

Leave a Comment
Στο παρακάτω γράφημα, αντιπαραθέτω το δείκτη Ευημερίας με το δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας.
Index2
Είναι αλήθεια ότι οι στατιστικοί συσχετισμοί δεν επαρκούν ως εργαλεία για να μας οδηγήσουν σε οποιοδήποτε συμπέρασμα. Μπορούν όμως συχνά να βοηθήσουν τη σχετική θεωρητική συζήτηση και να κατευθύνουν το χώρο της έρευνάς μας. 
ΠΗΓΕΣ:
Read More...

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Τζόζεφ, όπως Τζόζεφ Κόνραντ – Άντον, όπως Άντον Τσέχωφ

Leave a Comment


Σχόλιο για το βιβλίο ‘Τζόζεφ Άντον’, του Σαλμάν Ρουσντί. (Όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Books’ Journal – Τεύχος 24, Οκτώβριος 2012)

Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που περνάει από το μυαλό του όταν μαθαίνει ότι ένας φανατικός θρησκευτικός ηγέτης τον είχε καταδικάσει σε θάνατο; «Είμαι νεκρός. Αναρωτήθηκε πόσες μέρες τού απέμεναν να ζήσει και σκέφτηκε πως η απάντηση πιθανότατα ήταν κάποιος μονοψήφιος αριθμός.» Το ασυγχώρητο έγκλημά του είναι η συγγραφή ενός βιβλίου. Λέξεις στο χαρτί. Τίποτα περισσότερο. Ένα μυθιστόρημα που ο αυτόκλητος δικαστής του δεν είχε πιθανά καν διαβάσει. Και βλέπει τον κόσμο του να «καταρρέει ολόγυρά του» και να περνά τα επόμενα εννιά χρόνια της ζωής του κυνηγημένος από παρανοϊκούς δολοφόνους και οργισμένα πλήθη. 

14 Φεβρουαρίου 1989: Ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης του Ιράν, καταδικάζει τον Σαλμάν Ρούσντι σε θάνατο:
«Ενημερώνω τον περήφανο μουσουλμανικό λαό όλου του κόσμου ότι ο συγγραφέας του βιβλίου των Σατανικών Στίχων, το οποίο είναι εναντίον του Ισλάμ, του Προφήτη και του Κορανίου, καθώς και όσοι συμμετείχαν στην έκδοσή του και γνωρίζουν το περιεχόμενό του, καταδικάζονται σε θάνατο. Ζητώ από όλους τους μουσουλμάνους να τους εκτελέσουν όπου τους βρουν.»

Δεν είναι λοιπόν παράξενο που όταν αποφασίζει να γράψει γι αυτή την περίοδο της ζωής του αναζητά κάποια απόσταση ασφαλείας. Το ‘Τζόζεφ Άντον’ είναι η ιστορία του Σαλμάν Ρουστί γραμμένη από τον ίδιο σε τρίτο πρόσωπο, ως κάτι που έχει συμβεί σε κάποιον άλλο. Ως μια αλλόκοτη ιστορία φαντασίας για έναν συγγραφέα που ένα του μυθιστόρημα προκαλεί την οργή του αρχηγού μιας θρησκευτικής σέχτας, οδηγεί τον ίδιο σε μια ζωή κινητής εξορίας και περισσότερους από πενήντα συνανθρώπους του στο θάνατο. 

Αυτό που συχνά ξεχνάμε είναι ότι η ελευθερία της έκφρασης δεν μπορεί να περιορίζεται στο βολικό λόγο – το λόγο που χαϊδεύει τα πλήθη και χειροκροτείται από τις πλειοψηφίες. Αυτός ο λόγος δεν χρειάζεται την προστασία μας. Ξεχνάμε ότι η ελευθερία της έκφρασης έχει νόημα μονάχα αν περιλαμβάνει και το λόγο που προσβάλει, το λόγο που ξεπερνά τις αντοχές μας. Αν η προσβολή κάποιας ομάδας, με οποιοδήποτε πρόσχημα, θεωρηθεί αρκετή ώστε να οδηγήσει στον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου, τότε κανένας λόγος δεν μπορεί να επιβιώσει. Δεν υπάρχει τίποτα απολύτως (τίποτα που να έχει κάποια σημασία τουλάχιστο) που να μην προσβάλει τις απόψεις, τις ιδέες ή τα πιστεύω κάποιου ανθρώπου, ή κάποιας ομάδας. Αν επιτρέπαμε όμως στην «προσβολή» να καθορίσει τα όρια της έκφρασής μας, πολύ σύντομα θα έπρεπε να αποχαιρετίσουμε κάθε μορφή τέχνης, κάθε είδους επιστήμη, κάθε ελπίδα διαλόγου.

Ο Μίλαν Κούντερα έγραφε παλαιότερα ότι «από την όλη θλιβερή ιστορία το πιο θλιβερό δεν είναι η ετυμηγορία του Χομεϊνί (που απορρέει από μιαν αποτρόπαιη αλλά συνεπή λογική), είναι η ανικανότητα της Ευρώπης να υπερασπιστεί και να εξηγήσει (να εξηγήσει υπομονετικά στον εαυτό της και στους άλλους) την κατεξοχήν, ευρωπαϊκή τέχνη, την τέχνη του μυθιστορήματος• μ’ άλλα λόγια, να εξηγήσει και να υπερασπιστεί τον δικό της πολιτισμό. Τα ‘τέκνα του μυθιστορήματος’ εγκατέλειψαν την τέχνη που τα διαμόρφωσε. Η Ευρώπη, η ‘κοινωνία του μυθιστορήματος’, εγκατέλειψε η ίδια τον εαυτό της.» 

Όπως κι ο Κούντερα, ο Ρουσντί δεν εντυπωσιάζεται τόσο από τη στάση της «ομάδας του Θεού», ή τη μανία του πλήθους που την ακολουθεί, όσο από τον σχετικιστικό κυνισμό των συναδέλφων του. («Εξίσου καταθλιπτικές με την ισλαμική εκστρατεία ήταν οι επιθέσεις από τα αριστερά.») Το έργο του μετατρέπεται σε «προσβολή» κι ο Ρουσντί μεταμορφώνεται σε σατανικό προβοκάτορα που στρέφεται ενάντια στο μουσουλμανικό λαό. 
«Του πήρε περισσότερα από τέσσερα χρόνια για να γράψει το βιβλίο. Αργότερα, όταν κάποιοι επιχείρησαν να το υποβιβάσουν στο επίπεδο μιας «προσβολής», εκείνος ήθελε να απαντήσει, Μπορώ να προσβάλω μέσα σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα. Όμως δεν προκάλεσε εντύπωση στους αντίπαλούς του το γεγονός ότι ένας σοβαρός συγγραφέας θα διέθετε το ένα δέκατο της ζωής του δημιουργώντας κάτι τόσο χοντροκομμένο όσο μια προσβολή. Αυτό συνέβη επειδή αρνούταν να τον θεωρήσουν σοβαρό συγγραφέα. Προκειμένου να επιτεθούν στον ίδιο και στο έργο του, ήταν απαραίτητο να τον παρουσιάσουν σαν έναν κακό άνθρωπο, έναν αποστάτη, έναν προδότη, έναν ανέντιμο κυνηγό φήμης και πλούτου, έναν οπορτουνιστή με ανάξιο λόγου έργο, έναν άνθρωπο που είχε «επιτεθεί στο Ισλάμ» με μόνο στόχο το προσωπικό όφελος. Αυτό ήταν το νόημα της συχνά επαναλαμβανόμενης φράσης: Το έκανε εσκεμμένα. 
Μα εννοείται ότι το έκανε εσκεμμένα. Πως θα μπορούσε να γράψει κανείς διακόσιες πενήντα χιλιάδες λέξεις τυχαία;»

Με την ιστορία των Σατανικών Στίχων επιτρέψαμε να παρασυρθούμε σε μια περιπέτεια χωρίς ορατό τέλος. Πριν από λίγα χρόνια, η όλη παράνοια της «προσβολής» επαναλήφθηκε με αφορμή τα λεγόμενα «σκίτσα του Μωάμεθ». Σήμερα, ζούμε τον παραλογισμό της θρησκευτικής βίας να κλιμακώνεται ξανά με αφορμή μια κακοφτιαγμένη ταινία στο youtube. Μια ταινία που θα περνούσε παντελώς απαρατήρητη αν δεν την είχε φέρει στην επιφάνεια ο δήθεν εξοργισμένος όχλος με τη δολοφονική του μανία. Κάθε φορά που κάποιος σηκώσει την κάρτα της «προσβολής», κρυβόμαστε μουδιασμένα πίσω από την ασφάλεια του σχετικισμού: για κάποιον παράξενο λόγο, δεν ευθύνεται ο παρανοϊκός δολοφόνος, αλλά αυτός που πρόσβαλε τα ευαίσθητα αισθήματά του.  

20 Σεπτεμβρίου 2012: η εφημερίδα Η ΑΥΓΗ, με αφορμή την έκδοση του ‘Τζόζεφ Άντον’, φαίνεται να επιμένει ότι η ιστορία των Σατανικών Στίχων δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα διαφημιστικό κόλπο του οπορτουνιστή Ρουσντί. 
«έβλεπε τη φήμη αλλά και τις μετοχές του στο εκδοτικό χρηματιστήριο και τη βιομηχανία του θεάματος να εκτινάσσονται σε ύψη που ούτε είχε φανταστεί. Αναμφίβολα φοβήθηκε, ένιωσε την ανασφάλεια του διωγμού, έζησε μια περιπέτεια, αυτή που περιγράφει αρκούντως γλαφυρά στο ανά χείρας αυτοβιογραφικό βιβλίο του. Ωστόσο, ήταν ο άνθρωπος που "βρέθηκε στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή", καθώς κατόρθωσε να μετατρέψει εκείνον τον απειλητικό φετφά σε "πρώτο λαχνό" του λαχείου. [...] Κατά "σατανική" σύμπτωση το βιβλίο του Ρούσντι κυκλοφορεί την ώρα που ο αραβικός και μουσουλμανικός κόσμος εκφράζει την οργή του για μια ταινία που θεωρεί ότι προσβάλλει τη θρησκευτική του πίστη.»

Κατά «σατανική» όντως σύμπτωση, η αντίδραση του θρησκευτικού φονταμενταλισμού παραμένει η ίδια κι ο αριθμός των θυμάτων αυξάνεται. Με μόνη αφορμή μερικές λέξεις στο χαρτί, μερικές εικόνες στο διαδίκτυο. Τίποτα περισσότερο. 

Κλίνοντας το ‘Τζόζεφ Άντον’, ο συγγραφέας αναρωτιέται αν η μάχη γύρω από τους Σατανικούς Στίχους είχε καταλήξει σε νίκη ή σε ήττα. «Η κυκλοφορία του βιβλίου δεν είχε εμποδιστεί, ούτε και ο συγγραφέας του εμποδιζόταν να γράφει, μα οι νεκροί δεν έπαυαν να είναι νεκροί – ενώ είχε δημιουργηθεί και ένα κλίμα φόβου που δυσκόλευε τη δημοσίευση βιβλίων όπως το δικό του ή ακόμη και τη συγγραφή τους.» Κι είναι αυτή ακριβώς η αμέλειά μας να αντιστρατευτούμε αυτό το «κλίμα φόβου» που δημιουργεί το χώρο της βίας. Ορίζοντας ως Βλασφημία το ‘κάποιος είπε κάτι που δεν μου άρεσε’, σπρώχνουμε τον πολιτισμό μας στην παρακμή της σιωπής. 

Υποπτεύομαι ότι ούτε κι ο Χομεϊνί περίμενε ότι η φετβά του θα οδηγούσε σε αυτή την απροσδόκητη επιτυχία: κανείς συγγραφέας δεν θα σταθεί πια μπροστά στο χαρτί χωρίς να έχει στο μυαλό του την απειλή της «προσβολής».

Read More...

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Η κακή εστίαση του Κοινωνικού Φιλελευθερισμού

Leave a Comment


Σχόλιο για το βιβλίο ‘Κοινωνικός Φιλελευθερισμός’, του Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου. (Όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Books’ Journal – Τεύχος 23, Σεπτέμβριος 2012)
Grace: What's the matter? You look strange.
Mel: I'm out of focus. 


From the movie ‘Deconstructing Harry’ by Woody Allen

Η φιλελεύθερη βιβλιοθήκη στη γλώσσα μας είναι τόσο περιορισμένη που θα έπρεπε κανείς να είναι ευγνώμων για κάθε νέο βιβλίο που κυκλοφορεί και τολμά να φέρει στον τίτλο του κάποιο παράγωγο της λέξης ‘Φιλελευθερισμός’. (Ακολουθώντας μάλλον και τη γενικότερη απήχηση των φιλελεύθερων ιδεών στη χώρα μας, η βιβλιοπαραγωγή στο χώρο είναι κι αυτή εγκλωβισμένη σε μοναχικές προσπάθειες μερικών διανοούμενων.) Όταν λοιπόν έχουμε ένα τέτοιο βιβλίο στα χέρια μας, η όποια αστοχία του συγγραφέα έχει πολύ μικρότερη σημασία μπροστά στο ευχάριστο φαινόμενο της μιας ακόμη φωνής στη συζήτηση, των μερικών ακόμη σελίδων πολιτικού φετίχ.

Το «Κοινωνικός Φιλελευθερισμός’ έχει τον προφανή στόχο να εισάγει στο πολιτικό μας λεξιλόγιο ένα νέο πολιτικό ρεύμα (αυτό του κοινωνικού φιλελευθερισμού), και να σχεδιάσει ίσως και μια συνεκτική ιδεολογική ταυτότητα για το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Διαβάζοντας ωστόσο το βιβλίο, δεν είμαι βέβαιος ότι ξεκαθαρίζεται επαρκώς η ιδεολογική εικόνα της εγχώριας κεντροδεξιάς. Αυτό που, αναπάντεχα, όντως απαντιέται είναι το πώς αντιλαμβάνεται ένας μετριοπαθής συντηρητικός πολιτικός τις ιδέες της φιλελεύθερης παράδοσης: τα τέσσαρα πρώτα κεφάλαια αποτελούν μια εξιστόρηση, από την φιλοσοφική οπτική του συγγραφέα, της εξέλιξης των φιλελεύθερων ιδεών. Κι είναι μονάχα στο πέμπτο, και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου συναντάμε ένα σκίτσο της έννοιας ‘κοινωνικός φιλελευθερισμός’.

Το ότι ο Κοινωνικός Φιλελευθερισμός παραμένει έννοια περισσότερο ευέλικτη από ότι μπορεί να ανεχθεί η πολιτική σαφήνεια, δεν είναι πιθανά ευθύνη του συγγραφέα. (Αν βέβαια ο όρος Κοινωνικός Φιλελευθερισμός επιχειρεί να αποδώσει στα ελληνικά τον όρο Social Liberalism, που εκπροσωπείται από την Ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά και ταυτίζεται σχεδόν με τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία, τότε τα προβλήματα του κειμένου ξεπερνούν το θεωρητικό επίπεδο. Η ταυτότητα της Νέας Δημοκρατίας, αντί να αποκτήσει συνεκτική μορφή, γίνεται ακόμη πιο ασαφής.) Μετά από δεκαετίες περιπλάνησης στο θολό τοπίο του ‘μεσαίου χώρου’, δεν επαρκεί ένας νέος πολιτικός όρος για να αποκτήσει μια πολιτική παράταξη πολιτική κατεύθυνση και φιλοσοφικό βάθος. Άλλωστε, είναι έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερα δύσκολο να περιγράψεις μια έννοια. Πόσο μάλλον όταν η έννοια αυτή είναι παντελώς κενή περιεχομένου.

Το πολιτικό «μείγμα» του Κοινωνικού Φιλελευθερισμού

Από τον πρόλογο ήδη αρχίζει να γίνεται φανερή η δυσκολία του συγγραφέα. Τον πρόλογο υπογράφει ο ίδιος ο πρόεδρος της Ν.Δ. Αντώνης Σαμαράς, δίνοντας τον τόνο και του υπόλοιπου κειμένου: «Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός είναι ένα σύστημα ιδεών, το οποίο στηρίζεται στις εξής αξίες: ελευθερία, αξιοκρατία, δικαιοσύνη, πατρίδα, δημοκρατία, ασφάλεια, δημιουργικότητα.» Ο Κοινωνικός Φιλελευθερισμός (όπως τον ορίζει ο κ. Σαμαράς πάντα) μοιράζεται δηλαδή τις αξίες του με όλα σχεδόν τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Αδυνατώ να φανταστώ κάποιο πολιτικό φορέα, σε οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης τουλάχιστο, που θα δήλωνε ότι είναι ενάντια σε κάποια από αυτές τις «αξίες». Αν όμως ένα «σύστημα ιδεών» ορίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να περιλαμβάνει τα πάντα, είναι καταδικασμένο να μην περιλαμβάνει τίποτα.

Ο Martin Amis, σε μια από τις πιο κομψές περιγραφές της λογοτεχνίας, ισχυρίζεται ότι το γράψιμο – σε όλες τις μορφές του - είναι μια «εκστρατεία κατά των κλισέ». Στην πολιτική  λογοτεχνία, όπου ο πειρασμός της υπεραπλούστευσης είναι από τη φύση του είδους αναπόφευκτος, θα έπρεπε να είμαστε ακόμη πιο αυστηροί. Κι η δυσκολία να καλυφθεί το κριτήριο της αποφυγής των κλισέ, δεν περιορίζεται δυστυχώς στον πρόλογο. Το ίδιο το κείμενο ξεκινάει ως εξής:
«Ο φιλελευθερισμός στην βαθύτερη ουσία του είναι σκέψη χωρίς δόγμα. Είναι ένας τρόπος ζωής.»

Σε έναν πολιτισμό που έχει συνηθίζει να ερμηνεύει τις ιδεολογίες συναισθηματικά, δεν είναι παράλογο να ελπίζουμε ότι θα πάψουμε κάποτε να καταφεύγουμε σε ενστικτώδεις ερμηνείες των πολιτικών ιδεών. Τα ιδεολογικά ρεύματα δεν είναι τίποτα περισσότερο από πολιτικές παραδόσεις που συνδέονται στο χρόνο από ένα σύνολο (συνεκτικών στην καλύτερη περίπτωση, αντικρουόμενων συχνότερα από ότι θα θέλαμε να παραδεχτούμε) φιλοσοφικών αρχών και ιδεών. Ο φιλελευθερισμός είναι «σκέψη χωρίς δόγμα», όσο ο σοσιαλισμός είναι «αλληλεγγύη», ή ο κομουνισμός είναι «αγάπη». Είναι πολύ βαρετή η ιδέα ότι μια ολόκληρη παράδοση μπορεί να μετατραπεί στην ευκολία του «τρόπος ζωής».

Ναι μεν, αλλά...

Πολύ φοβάμαι ότι και το υπόλοιπο κείμενο συνεχίζει στην ίδια γραμμή σκέψης. Διαβάζουμε παρακάτω ότι ο φιλελευθερισμός βασίζεται στην αρχή της μεσότητας:
«[...] οι απώτερες καταβολές της φιλελεύθερης προβληματικής στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία μπορούν πράγματι να ανιχνευτούν στην πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης, εισάγοντας την έννοια της μεσότητας ως ηθικής κατηγορίας που κινείται ανάμεσα στην έλλειψη και στην υπερβολή και η οποία στο πολιτικό επίπεδο εκφράζεται ως η ηθική αρετή της δικαιοσύνης, δηλαδή της δίκαιης κατανομής της πολιτικής εξουσίας και των κοινωνικών αγαθών, είναι εκείνος που έθεσε ουσιαστικά τις βάσεις γι’ αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα από τα συστατικά στοιχεία της νεότερης και σύγχρονης φιλελεύθερης προβληματικής: Την απόρριψη δηλαδή των κάθε μορφής ακροτήτων και την υιοθέτηση του μέτρου ως γνώμονα για την αντιμετώπιση των κάθε είδους πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων.»

Κάποιες φορές ίσως, σε κάποιες χώρες του κόσμου, η φιλελεύθερη επιλογή θα μπορούσε να συμβαδίσει με τη μεσότητα. Δυστυχώς, όχι πολύ συχνά. Είναι όμως λάθος να ταυτίσουμε τη «φιλελεύθερη προβληματική» με το υποθετικό πολιτικό κέντρο. Είναι προφανές ότι στο σημερινό Ιράν, τη Σαουδική Αραβία, τη Βόρεια Κορέα, ο φιλελευθερισμός αποτελεί ριζοσπαστική και ακραία επιλογή. Ποια είναι η οδός της μεσότητας ανάμεσα σε δύο, ή περισσότερες, βαρβαρότητες; Δεν είναι νομίζω παράλογος ο ισχυρισμός ότι αν οι πολιτικές μας επιλογές διαμορφώνονται ως στατιστικά μεγέθη, τότε αναγκαστικά καθορίζονται από την ισχύ των άκρων. Ο Αριστοτέλης, όπως τον ερμηνεύει ο συγγραφέας του ‘Κοινωνικός Φιλελευθερισμός’, είχε άδικο. Όσο πιο υπερβολική, εξωφρενική, ηχηρή, είναι η φωνή κάποιου άκρου, τόσο μετατίθεται το «μέτρο» στην πλευρά του.

Δεν χρειάζεται άλλωστε να στραφούμε σε άλλες χώρες, ή άλλες ιστορικές περιόδους, για να εντοπίσουμε κάποιο αντιπαράδειγμα στον ισχυρισμό της μεσότητας. Στη χώρα μας, εδώ και αρκετές δεκαετίες, η κυρίαρχη ιδεολογία υπήρξε αυτή του κρατισμού, καθώς και της αντιπάθειας για την ελεύθερη αγορά και την κάθε είδους επιχειρηματικότητα. Όπως κι αν ερμηνεύσει κανείς την έννοια της μεσότητας, δύσκολα θα ξεφύγει από το φάσμα του κρατισμού. Όταν, για παράδειγμα, η επιλογή είναι ο σεβασμός, ή όχι, της ελευθερίας της έκφρασης, ή της διαφορετικότητας, ή του διαχωρισμού εκκλησίας και πολιτείας, η αρχή της μεσότητας δεν είναι πολύ χρήσιμη ως πολιτικό εργαλείο. Ούτε μπορεί προφανώς να καθοδηγήσει τη φιλελεύθερη επιλογή.

Think locally, act locally

Σημειώνω την παρακάτω φράση γιατί επιβεβαιώνει τις ανησυχίες μου περί της εφαρμογής της αρχής της μεσότητας στα όρια των τοπικών μας στρεβλώσεων:
«Στα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να απαντήσουν ιδεολογικές συνταγές, που επιχειρούν την εφαρμογή προτύπων που λειτουργούν σε διαφορετικά κοινωνικοπολιτιστικά πλαίσια αναφοράς, όσο κι αν αυτές γίνεται προσπάθεια να εμφανιστούν ως πανάκεια ή μονοδρομικές λύσεις σωτηρίας»

Γνωστή και ως υπόθεση του Dahrendorf, η ιδέα της τοπικής προσαρμογής ισχυρίζεται ότι δεν μπορούν να υπάρξουν πολιτικές, οπότε και πολιτικές θεωρίες, που μπορούν να εφαρμοστούν σε κάθε μέρος της γης. Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν η «παραδοσιακή» οικονομική επιστήμη, θα πρέπει να αναζητούμε πολιτικές και θεωρίες που λειτουργούν στα δικά μας «κοινωνικοπολιτιστικά πλαίσια αναφοράς». Να αγνοήσουμε δηλαδή τις αρχές και τις επιλογές της φιλελεύθερης παράδοσης, και να κατασκευάσουμε κάτι που θα ταιριάζει στα χαρακτηριστικά του τοπικού μας πολιτισμού. Να είμαστε δηλαδή έτοιμοι να συμβιβαστούμε με κάθε τοπική στρέβλωση για να μην θεωρηθεί ότι ακολουθούμε ξενόφερτες «μονοδρομικές λύσεις σωτηρίας». Έτσι κάπως ορίζει ο Μίλαν Κούντερα τον επαρχιωτισμό: «Σαν ανικανότητα (ή άρνηση) να αντιμετωπίσει κανείς την κουλτούρα του στο μεγάλο πλαίσιο.»

Σε κάποιο βαθμό, σίγουρα μπορούν να υπάρξουν προσαρμογές των πολιτικών θεωριών σε τοπικό επίπεδο. Η μορφή και ο ρυθμός των όποιων μεταρρυθμίσεων δεν μπορούν να αγνοούν τις κυρίαρχες πολιτικές τάσεις. Κι είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχουν κανενός είδους «λύσεις σωτηρίας» - όχι φιλελεύθερες πάντως. Αν όμως αφαιρέσουμε από το φιλελευθερισμό καθετί που δεν χωρά στο τοπικό μας «πλαίσιο αναφοράς», τι απομένει; Τίποτα περισσότερο, φοβάμαι, από την αδυναμία των συντηρητικών πολιτικών να συγκρούονται με το παρελθόν, με τις οργανωμένες μειοψηφίες, με τον ίδιο τους τον εαυτό.

Οι πολιτικές τάσεις σε έναν τόπο δεν είναι ποτέ στάσιμες. Αυτό που πριν από μερικά χρόνια θεωρούσαμε αυτονόητο και αυταπόδειχτο, σήμερα είναι παράξενο και ξεπερασμένο. Αυτό που θεωρούσαμε ως το απόλυτο ταμπού, σήμερα συζητιέται ως ρεαλιστική επιλογή. Είναι στη φύση του συντηρητικού πολιτικού να προσαρμόζεται στα «πλαίσια αναφοράς» της εποχής και να είναι επιφυλακτικός σε κάθε ριζοσπαστική αλλαγή. Αν επιμείνουμε ωστόσο στην αρχή της τοπικής προσαρμογής, επιστρέφουμε στον ίδιο κίνδυνο (που αναφέρουμε και πιο πάνω): Όσο πιο υπερβολική, εξωφρενική, ηχηρή, είναι η φωνή κάποιου άκρου, τόσο μετατίθεται το «μέτρο» στην πλευρά του. Τόσο το τοπικό «πλαίσιο αναφοράς» καθορίζεται ακριβώς από αυτά τα άκρα και όχι από τις αρχές της όποιας πολιτικής θεωρίας. Έτσι, δεν θα έπρεπε να μας κάνει εντύπωση όταν η κατεύθυνση των συντηρητικών πολιτικών στη χώρα μας εξαρτάται άμεσα από την ισχύ των ιδεών της Αριστεράς.

Τίποτα χειρότερο από το νεοφιλελευθερισμό

Γι αυτό και στο μόνο σημείο που είναι απολύτως ξεκάθαρος ο συγγραφέας του ‘Κοινωνικός Φιλελευθερισμός’ είναι η αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού:
“[…] η εφαρμογή στην πράξη των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων σε πολλά σημεία της κάθε άλλο παρά επαλήθευσε τις σχεδόν δογματικά αισιόδοξες διαβεβαιώσεις των εισηγητών τους. [...] Αντίθετα, οι παρενέργειες των επιλογών τους υπήρξαν ορατές στο κοινωνικό πεδίο με την αύξηση της εισοδηματικής ανισοκατανομής και την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, που προκάλεσε η δραστική σε πολλές περιπτώσεις περικοπή των δαπανών του κράτους-πρόνοιας.»

Θα ήταν πολύ χρήσιμο αν βρίσκαμε στο κείμενο και παραδείγματα κάποιων από αυτές τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις που εφαρμόστηκαν στην πράξη με αυτά τα αποτελέσματα. Δεν κατάφερα να τις εντοπίσω. Αυτό που ο προφανώς υποθέτει ο συγγραφέας είναι ότι έχουμε ακούσει αυτές τις κατηγορίες τόσες πια φορές που η όποια συζήτηση είναι περιττή. Ο νεοφιλελευθερισμός αποκτά, ως πολιτική θεωρία, τη δυνατότητα να χωρέσει κάθε πτυχή του φιλελευθερισμού που ακούγεται ξένη ως προς τις τοπικές μας ιδιαιτερότητες ή ξεφεύγει από το υποτιθέμενο «μέτρο» του πολιτικού κέντρου. (Αυτό που μπερδεύει λιγάκι την ιστορία είναι ότι η έννοια νεοφιλελευθερισμός εμφανίστηκε αρχικά ως ταυτόσημη του social liberalism.)

Ο κατάλογος των νεοφιλελεύθερων διανοητών που διαβάζουμε καταφέρνει να χωρέσει όλες σχεδόν τις αποχρώσεις της φιλελεύθερης παράδοσης του προηγούμενου αιώνα: από τον Mises, τον Hayek και τον Friedman, μέχρι και τους Becker, Posner, Nozick, Coase, καθώς και τους αναρχοφιλελεύθερους Rothbard και David Friedman. Μέχρι και ο Adam Smith εμφανίζεται να είναι υπέρ του laissez faire και κατά της οποιασδήποτε κρατικής παρέμβασης. (Το ότι ο Adam Smith ουδέποτε χρησιμοποίησε αυτή τη φράση, ούτε και ήταν υπέρ της παντελώς αρρύθμιστης αγοράς, δεν έχει πιθανά κάποια σημασία.) Αντί αυτών, ο συγγραφέας μάς εμφανίζει ως φιλελεύθερο διανοητή, με εντυπωσιακή επιμονή, τον πρώην πρόεδρο της Γαλλίας Valery Giscard d' Estang...

Ελευθερία ή ...

Εκεί που ο Κοινωνικός Φιλελευθερισμός φαίνεται να συμβαδίζει με αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «παραδοσιακό φιλελευθερισμό» είναι η πίστη στην ελευθερία:
«Άρρηκτα συνυφασμένη προς την πρωταρχική αξία του ανθρώπου είναι για τον κοινωνικό φιλελευθερισμό η αναγνώριση της θεμελιακής πρωταρχικότητας της ελευθερίας ως έννοιας σύμφυτης με αυτή την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου, ως δυνατότητας ατομικού αυτοκαθορισμού και ως δικαιώματος ανεμπόδιστων προσωπικών επιλογών μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας. [...] Η πίστη στην ελευθερία του ανθρώπου, ως πίστη στη μοναδικότητα, στην ιερότητα και στο ανεπανάληπτο της ανθρώπινης ύπαρξης, αποτελεί τον φραγμό σε κάθε απόπειρα υπαγωγής του ανθρώπου και της ελευθερίας του σε δήθεν ανώτερους σκοπούς.»

Όντως. Η ελευθερία του ανθρώπου δεν μπορεί να υπάγεται σε οποιονδήποτε ανώτερο σκοπό. Κι ο συγγραφέας, σίγουρα στην καλύτερη παράγραφο του βιβλίου, δεν επιτρέπει παρερμηνείες ή εξαιρέσεις. Εκτός ίσως από την ιδέα του έθνους – το μόνιμο αστερίσκο της συντηρητικής σκέψης:
«Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός πιστεύει στην ιδέα του έθνους, καθώς αναγνωρίζει και δέχεται ότι το έθνος αποτελεί το φυσικό πλαίσιο της ζωής και δράσης του ανθρώπου και το βασικό πεδίο για την ανάπτυξη και την ανάδειξη των δημιουργικών δυνατοτήτων του, αφού καταξιώνει ηθικά, πολιτικά και πολιτιστικά τον άνθρωπο. Μακριά από το έθνος το άτομο αποκόπτεται από τις πολιτισμικές του ρίζες και δεν μπορεί να διαδραματίσει τον ρόλο του με συνείδηση της ιστορικής του αποστολής.»

Δεν έχουμε πια περιθώρια ψευδαισθήσεων. Αυτό που ονομάζει ο συγγραφέας ‘Κοινωνικό Φιλελευθερισμό’ δεν είναι τίποτα περισσότερο από την τρέχουσα συνέχεια του αμήχανου, αλλά και άκαρπου, φλερτ της κεντροδεξιάς με τις φιλελεύθερες ιδέες. Μια σύγχρονη εκδοχή του (μετριοπαθούς, αν θέλετε) συντηρητισμού, με ελαφρώς αλλαγμένο λεξιλόγιο.

Coda: Νέα Δημοκρατία

Η Νέα Δημοκρατία, από την ίδρυσή της, έχει δείξει μια αδυναμία να σταθεί στο χώρο των πολιτικών ιδεών. Είναι φυσικό τα μεγάλα κόμματα να επιζητούν την πολυσυλλεκτικότητα, να εξελίσσονται πολιτικά και, γιατί όχι, να αλλάζουν κατεύθυνση. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με τέτοια περίπτωση. Η Νέα Δημοκρατία φαίνεται να είναι συνεπής στην άρνησή της να τοποθετηθεί ιδεολογικά.

Χωρίς να έχει κάνει δραματικές μετατοπίσεις από την ίδρυσή της, η Νέα Δημοκρατία καταφέρνει να παραμένει μια κακώς εστιασμένη πολιτική φωτογραφία. Ο ιδρυτής της, Κωνσταντίνος Καραμανλής, την τοποθέτησε ιδεολογικά στο χώρο του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού που «ευρίσκεται μεταξύ του παραδοσιακού φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού σοσιαλισμού». Μετά τη σύντομη παρένθεση της ηγεσίας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, και με πρόεδρο τον Μιλτιάδη Έβερτ, η Νέα Δημοκρατία αυτοορίζεται πλέον αρνητικά στο πολιτικό φάσμα: «Η Ν.Δ. δεν είναι κόμμα ούτε σοσιαλιστικό ούτε νεοφιλελεύθερο». Αργότερα, με πρόεδρο τον Κώστα Καραμανλή, ανακαλύπτει και το μεσαίο χώρο: «Όλοι μαζί εκφράζουμε τη σύγχρονη αντίληψη του κοινωνικού κέντρου.»

Τίποτα φυσικά από όλα αυτά δεν σημαίνει κάτι το συγκεκριμένο και θα ήταν μάλλον άδικο να περιμένουμε κάτι διαφορετικό από τον Κοινωνικό Φιλελευθερισμό.
Read More...

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Joseph Anton

Leave a Comment
Ο Σαλμάν Ρουσντί μιλά στον Charlie Rose για το τελευταίο του βιβλίο – Joseph Anton.
Στο επόμενο The Books’ Journal γράφω για το Joseph Anton, την καταδίκη του Ρουσντί σε θάνατο και την υποκρισία του σχετικισμού.
Read More...

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Σε Ένα Πρόσωπο

Leave a Comment


Σχόλιο με αφορμή το τελευταίο μυθιστόρημα του Τζον Ίρβινγκ, ‘Σε Ένα Πρόσωπο’(Όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Books’ Journal – Τεύχος 22, Αύγουστος 2012)
“…with dreams, with drugs, with waking nightmares, alcohol and cock and endless balls”
Howl, Allen Ginsberg

Ο Τζορτζ Όργουελ κατηγορούσε τον Τσάρλς Ντίκενς ότι κάθε του «επίθεση στην κοινωνία» παραπέμπει πάντα «σε μια αλλαγή του πνεύματος κι όχι σε αλλαγή της δομής». Πίστευε ότι ο λογοτεχνικός τρόπος του Ντίκενς ήταν περιορισμένος στο μελόδραμα. Δεν είχε την ορμή του επαναστάτη που θέλει να αλλάξει τον κόσμο γύρω του, να φέρει τη Δικαιοσύνη, να εξοστρακίσει το Κακό. Ο Ντίκενς δεν χρησιμοποιεί τη λογοτεχνία για να προωθήσει την πολιτική του ατζέντα. Το αντίθετο μάλλον. Χρησιμοποιεί την πολιτική ηθικοπλασία για να στηρίξει τις λογοτεχνικές του περιπλανήσεις: η κοινωνική κριτική γίνεται στο έργο του εργαλείο της λογοτεχνίας με μόνο στόχο να συγκινήσει, να ταράξει, να ελέγξει τη σκέψη και τα συναισθήματα του αναγνώστη, να κατευθύνει την προσοχή του.

Ίσως είχε δίκιο ο Όργουελ. Είχε όμως κι άδικο ταυτόχρονα. Όταν η λογοτεχνία καταφέρνει όντως να αλλάξει το πνεύμα, οι δομές ακολουθούν. Κι αν οι συναισθηματισμοί, οι υπεραπλουστεύσεις και οι υπερβολές γίνονται συχνά εμπόδιο στην εξέλιξη της συνείδησής μας ως σκεπτόμενοι πολίτες, υπάρχουν στιγμές (πολύ σπάνιες ομολογουμένως) που μπορούν να λειτουργήσουν ως θεμέλια ή γέφυρες ή καταλύτες. (Δεν είναι πιστεύω υπερβολή αν ισχυριστούμε ότι ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής συζήτησης τον προηγούμενο αιώνα σχηματίστηκε ως αντίδραση στην εικόνα της Βικτωριανής Αγγλίας στο έργο του Ντίκενς.)

Ο Τζον Ίρβινγκ, ακολουθώντας συνειδητά την παράδοση του Ντίκενς, χρησιμοποιεί κι αυτός απροκάλυπτα το μελόδραμα για να παρασύρει τον αναγνώστη και να χτίσει τις ιστορίες του. Γράφει μεγάλα, πολύπλοκα μυθιστορήματα, γεμάτα υπερβολές, συναισθηματικά φορτισμένα και πάντα με έντονη την τάση οι πρωταγωνιστές του να ξεφεύγουν από τα όρια του κανονικού. Κι όπου πολιτικές ιδέες βρίσκουν κάποιο πάτημα στο χώρο που αναπτύσσεται η ιστορία, ο ρόλος τους είναι σχεδόν πάντα περιθωριακός και λειτουργεί μονάχα ως εργαλείο για την πρόοδο της πλοκής. Αυτό που κυριαρχεί στις ιστορίες του Ίρβινγκ δεν είναι οι μεγάλες ιδέες, αλλά οι προσωπικές του εμμονές: ο πάντοτε απών βιολογικός πατέρας, οι αρκούδες, η Βιέννη, η Νέα Αγγλία, η αμφιλεγόμενη σεξουαλικότητα, η Γερμανική γλώσσα, το επάγγελμα του συγγραφέα, το άθλημα της πάλης, τα τατουάζ. Ο κόσμος του έργου του είναι ο κόσμος των εμμονών του.

Ένας κόσμος που απλώνεται σε όλα του τα βιβλία και από τον οποίο δεν ξεφεύγει ούτε και το ‘Σε Ένα Πρόσωπο’ (In One Person), το τελευταίο μυθιστόρημά του. Με την εξαίρεση μάλλον των τατουάζ και της ‘αμφιλεγόμενης σεξουαλικότητας’. Στον αυτοβιογραφικό μονόλογο του Μπίλλυ Άμποττ, του πρωταγωνιστή του 13ου βιβλίου του Ίρβινγκ, δεν υπάρχει καμία αναφορά σε τατουάζ. Η σεξουαλική του ζωή δε, κάθε άλλο παρά αμφιλεγόμενη είναι: ο Μπίλλυ Άμποττ δεν έχει καμία αμφιβολία για τους πόθους του – του αρέσουν το ίδιο και οι άντρες και οι γυναίκες. Κι είναι αυτοί του οι πόθοι που τον καθορίζουν.

Σχεδόν εβδομήντα ετών, ο Μπίλλυ Άμποττ ξεκινά τη διήγηση της ζωής του μιλώντας για την κυρία Φροστ, τον μεγάλο του πόθο:
Αν και λέω σε όλους ότι έγινα συγγραφέας επειδή διάβασα κάποιο μυθιστόρημα του Τσαρλς Ντίκενς στη διαμορφωτική ηλικία των δεκαπέντε, η αλήθεια είναι ότι ήμουν νεότερος όταν πρωτογνώρισα την κυρία Φροστ και φαντάστηκα ότι έκανα σεξ μαζί της, και ήταν κι αυτή η στιγμή της σεξουαλικής αφύπνισής μου που σημάδεψε την άτακτη γέννηση της φαντασίας μου.
Ο βιολογικός του πατέρας είναι άφαντος. Η μητέρα του δύστροπη, όπως και η αδερφή της, όπως και η μητέρα τους. Ο παππούς του είναι ερασιτέχνης ηθοποιός που ενσαρκώνει μόνο γυναικείους ρόλους επί σκηνής, με ειδικότητα στις γυναίκες του Ίψεν και του Σαίξπηρ. Τη στιγμή που η σεξουαλική του φαντασία ξυπνά, ο Μπίλλυ Άμποττ δεν γνωρίζει ακόμη ότι η αρκετά μεγαλύτερή του κυρία Φροστ είναι τρανσσέξουαλ. Κι όταν αργότερα το μαθαίνει, δεν του κάνει καθόλου εντύπωση, ούτε μειώνει τον πόθο του. Είναι ερωτευμένος ήδη με τον πατριό του, τη μητέρα ενός συμμαθητή του, καθώς και με τον πρωταθλητή πάλης της τάξης του. Η ζωή του είναι μια σειρά από έρωτες με «τους λάθος ανθρώπους».

Το ‘Σε Ένα Πρόσωπο’ είναι η προσωπική ιστορία του Μπίλλυ Άμποττ, αλλά και η ιστορία της σεξουαλικής διαφοροποίησης τον 20ο αιώνα. Μια ιστορία μικροπρέπειας, ανοησίας κι αδίστακτου καθωσπρεπισμού. Όσο επιστρέφω στην ιστορία του Μπίλλυ Άμποττ, τόσο εξοργίζομαι με την ιδέα ότι χρειάζεται ακόμη να συζητάμε για τα δικαιώματα συνανθρώπων μας που τυχαίνει να έχουν σεξουαλικές προτιμήσεις που διαφέρουν του μέσου όρου.

Τι κι αν κάποιος απολαμβάνει το πρωκτικό σεξ με συντρόφους διαφορετικού ή και του ίδιου φύλου; Τι κι αν κάποιος φορά γυναικεία ρούχα και προτιμά τις γυναίκες; Τι κι αν κάποιος φορά ανδρικά ρούχα και προτιμά τους άνδρες; Τι κι αν κάποιος, όπως ο Μπίλλυ Άμποττ, έλκεται από τα πέη και τα μικρά στήθη; Με ποιο κριτήριο γίνεται κανείς, λόγω των σεξουαλικών του προτιμήσεων, χειρότερος επαγγελματίας, λιγότερο ικανός γονιός, πολιτικός, δάσκαλος; (Αλήθεια, γνωρίζει κανείς κάποιον δάσκαλο που είναι ανοιχτά ομοφυλόφιλος;) Το φάσμα της ανθρώπινης σεξουαλικότητας είναι αρκετά πιο πλούσιο και πολύχρωμο από ότι μπορεί να φανταστεί ο σύγχρονος Σαούλ.

Ο Τζον Ίρβινγκ έγραψε με το ‘Σε Ένα Πρόσωπο’ το πρώτο του, άθελά του ίσως, καθαρά πολιτικό βιβλίο. Αν και η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη ζωή και τους πόθους του Μπίλλυ Άμποττ, η εικόνα που σχεδιάζει έχει στο επίκεντρό της το αίτημα της Ανεκτικότητας. Όπως λέει κι η κυρία Φροστ στο νεαρό Μπίλλυ: «Αγαπητό μου παιδί, σε παρακαλώ, μη μου βάζεις ταμπέλες. Μη με μετατρέπεις σε κατηγορία πριν καν με γνωρίσεις.»
Read More...

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Λίστα ΙΙ: Τα βιβλία του καλοκαιριού

1 comment
Οι καλοκαιρινές διακοπές είναι πάντα καλή ευκαιρία να επισκεφτούμε περισσότερα βιβλία από το συνηθισμένο. (Ωστόσο, ακόμη και στις διακοπές, φαίνεται ότι ο χρόνος δεν είναι αρκετός.)
Κάποια παλαιότερα που είχαν ξεφύγει, κάποια παλαιότερα που ήθελα να ξαναδιαβάσω, και κάποια που μόλις κυκλοφόρησαν.
Αυτά που διαβάζω τώρα:
Read More...

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

Γιατί απέτυχαν οι φιλελεύθεροι; Ένα σχόλιο σε δύο απαντήσεις.

2 comments
Το ερώτημα είναι «γιατί απέτυχαν οι φιλελεύθεροι»; (Το ερώτημα υποθέτω ότι αναφέρεται στις εκλογικές επιδόσεις των φιλελεύθερων κινήσεων που διεκδίκησαν για πρώτη φορά με αξιώσεις, χωρίς επιτυχία ωστόσο, την είσοδό τους στο Κοινοβούλιο. Και το περιορίζω στην εκλογική αποτυχία, μιας και οι ιδέες μας – που μέχρι πολύ πρόσφατα αποτελούσαν το απόλυτο ταμπού σε όλα τα πεδία – φαίνεται να επιμένουν στον πρωταγωνιστικό τους ρόλο.) Στη σχετική συζήτηση που έχει ανοίξει έχουν ήδη δοθεί δύο απαντήσεις:


Read More...

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Περί διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους

Leave a Comment

(Όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο Φύλλα Ελευθερίας.)

1802. Ο Thomas Jefferson, πρόεδρος τότε των Η.Π.Α., γράφει σε μια επιστολή του απαντώντας σε ένα αίτημα της Ένωσης Βαπτιστών του Danbury: «Πιστεύοντας, όπως κι εσείς, ότι η θρησκεία είναι ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά τον κάθε άνθρωπο και το Θεό του, ότι δε χρωστάει λογαριασμό σε κανέναν άλλο για την πίστη ή τη λατρεία του, ότι οι νομοθετικές εξουσίες της κυβέρνησης μπορούν να αφορούν πράξεις μόνο, και όχι απόψεις, σέβομαι απόλυτα την πράξη ολόκληρου του Αμερικανικού λαού που όρισε ότι οι νομοθέτες του δε θα φτιάξουν κανένα νόμο που θα στηρίζει την εγκαθίδρυση κάποιας θρησκείας, ή θα απαγορεύει την ελεύθερη άσκησή της, χτίζοντας έτσι ένα τείχος διαχωρισμού ανάμεσα σε εκκλησία και κράτος.»

Η φράση αυτή του Jefferson σηματοδοτεί και τη γέννηση μιας από τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες που κληρονομήσαμε από την Αμερικάνικη Επανάσταση. Ότι δηλαδή, η αρχή της ανεξιθρησκίας δεν είναι επαρκής: η θρησκεία είναι – και οφείλει να είναι - απολύτως σεβαστή ως ιδιωτική υπόθεση των πολιτών, αλλά η δημόσια παρουσία της δεν μπορεί να εμπλέκεται με τη νομοθετική και εκτελεστική δράση της πολιτείας. Πρέπει να υπάρχει ένα «τείχος διαχωρισμού ανάμεσα σε εκκλησία και κράτος». Ένα «τείχος» όμως ουδέτερο που θα προστατεύει εξίσου και το φιλελεύθερο χαρακτήρα της πολιτείας, αλλά και την ελεύθερη δράση των θρησκειών.


Η αρχή του διαχωρισμού δεν έρχεται να αναιρέσει την ανεξιθρησκία, αλλά να την εμπλουτίσει. Δεν επιτρέπει φυσικά τα έκτροπα των θεοκρατιών και των παρεμβάσεων της εκκλησίας στο νομοθετικό έργο της πολιτείας, αλλά και δεν επιβάλει με τη βία ένα κοσμικό (Γαλλικού τύπου) ή άθεο (Σταλινικού τύπου) κράτος. Το Σοβιετικό καθεστώς δεν ακολούθησε την επιλογή της ουδετερότητας, αλλά της άμεσης εμπλοκής: συγκρούστηκε με τη θρησκεία και κατήργησε την ανεξιθρησκία. Ο στόχος του δεν ήταν άλλος από την αντικατάσταση των μεταφυσικών δογμάτων των υπαρχουσών θρησκειών με το επιθετικό δόγμα της κομουνιστικής ουτοπίας. Απεναντίας, η φιλελεύθερη παράδοση δεν βρίσκεται σε άμεση σύγκρουση με τις θρησκείες. Ούτε και είναι ασύμβατη με την απρόσκοπτη ανάπτυξη και διάδοσή τους.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, το «τείχος του διαχωρισμού» δεν ορίζεται ως περιορισμός της δράσης των θρησκειών από τη μεριά της πολιτείας, αλλά ως περιορισμός του πλαισίου μέσα στο οποίο μπορεί να κινηθεί νομοθετικά η ίδια η πολιτεία. Το Lemmon Test (1971), που καθορίζει τα συνταγματικά όρια του νομοθέτη στις ΗΠΑ, είναι μάλλον η πιο ολοκληρωμένη εφαρμογή της αρχής του διαχωρισμού: ένας νόμος, για να είναι συνταγματικός, πρέπει: α) να έχει κοσμικούς σκοπούς, β) να είναι ουδέτερος απέναντι στη θρησκεία, ούτε να την παρεμποδίζει ούτε να την προωθεί, και γ) να μην οδηγεί σε υπερβολική εμπλοκή (excessive entanglement) πολιτείας και θρησκείας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι θρησκείες αποτελούν σημαντικό κομμάτι της παράδοσης μιας κοινωνίας και επηρεάζουν, άλλοτε θετικά κι άλλοτε αρνητικά, τις κυρίαρχες ηθικές αντιλήψεις. Σε μια φιλελεύθερη κοινωνία, χωρίς κεντρικές δομές να σχεδιάζουν και να κατευθύνουν την εξέλιξή της, η παράδοση αποτελεί το συνεκτικό κρίκο μεταξύ των μελών της, καθώς και το πεδίο εξέλιξης των ενστίκτων, αντιλήψεων και ιδεών τους. Αν και μια ριζοσπαστική ρήξη με την παράδοση μπορεί να γίνει απειλητική για το φιλελεύθερο πολιτισμό, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να αγνοήσουμε τις όποιες αρνητικές επιδράσεις ενδέχεται να έχουν αναχρονιστικοί θεσμοί στην ίδια αυτή την εξέλιξή της. Ένας τέτοιος αναχρονιστικός θεσμός είναι και η εμπλοκή κράτους και εκκλησίας. Περιορίζει τις θρησκείες στα ασφυκτικά πλαίσια που καθορίζονται από τις επιλογές της εκάστοτε πλειοψηφίας και, ταυτόχρονα, αντιδρά στην εξέλιξη της κοινωνικής παράδοσης μέσω του ανοιχτού διαλόγου και της αμφισβήτησης. Το κράτος δικαίου, ως δυναμικό φαινόμενο που μεταλλάσσεται και εξελίσσεται μέσα στο χρόνο, είναι προφανώς ασύμβατο με την δυσκινησία των ειδικών προνομίων σε εκκλησίες και οργανωμένες θρησκείες.

Όπου το κράτος κατέχει το ρόλο του συνέταιρου και προστάτη κάποιας εκκλησίας, το πρώτο θύμα είναι ο σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών. Και δεν αναφέρομαι στις χώρες όπου θεοκρατικά καθεστώτα αδιαφορούν πλήρως για κάθε πρόσχημα δημοκρατικότητας. Σε αυτές τις χώρες, η εξέλιξη στο θρησκευτικό φασισμό υπήρξε μάλλον αναπόφευκτη κι η απροκάλυπτη κρατική βία ήταν η άμεση συνέπεια για τους ίδιους τους πολίτες εντός της χώρας, αλλά και εκτός αυτής. Η κρατικά επιχορηγούμενη μαζική τρομοκρατία, η καταπίεση κι ο βιασμός του γυναικείου πληθυσμού, η ανοχή σε βάρβαρα έθιμα και παραδόσεις, η απαγόρευση της in-vitro αναπαραγωγής και των αμβλώσεων, ο περιορισμός των ορίων της επιστημονικής αναζήτησης, είναι φαινόμενα τα οποία συνοδεύουν συχνά τη θεοκρατία στις διάφορες μορφές της. (Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε και στην αδυναμία των φιλελεύθερων δημοκρατιών της Δύσης να συγκρουστούν με αυτά τα καθεστώτα και να υποστηρίξουν σθεναρά τα ατομικά δικαιώματα στις χώρες στις οποίες απειλούνται. Η αδυναμία τους αυτή οφείλεται και στις εγχώριες θρησκευτικές ελίτ που προωθούν ένα είδος πολιτισμικού σχετικισμού - με στόχο φυσικά να προστατέψουν τη δική τους ασυμβατότητα με το σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων.)
Ακόμη όμως και στις περιπτώσεις χωρών όπου η ανεξιθρησκία γίνεται σεβαστή, η φυσική συνέπεια ειδικών προνομίων σε εκκλησίες οδηγεί αναγκαστικά σε σύγκρουση με την αρχή της ισονομίας και, πολύ συχνά, με την ελευθερία της έκφρασης - το βασικότερο ίσως πυλώνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η ανοιχτή κριτική δεν είναι πάντα ευπρόσδεκτη από τις οργανωμένες θρησκείες, μιας και ενδέχεται να απειλήσει τις προνομιακές τους θέσεις. Έτσι, απαγορεύεται ο προσηλυτισμός και επιβάλλεται λογοκρισία με τη μορφή απαγόρευσης της βλασφημίας και της προσβολής της θρησκευτικής συνείδησης. Ως φορείς απόλυτης ηθικής, οι θρησκείες αδυνατούν να αποδεχτούν οτιδήποτε βρίσκεται έξω από το μεταφυσικό πλαίσιο των θρησκευτικών τους κανόνων. Ωστόσο, αν και στον ιδιωτικό μας χώρο δικαιούμαστε να είμαστε απόλυτοι στις ηθικές μας επιλογές, ο δημόσιος χώρος οφείλει να είναι ανοιχτός στο διάλογο και τη σύγκρουση αντιλήψεων. Κι ο σεβασμός του ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ ηθικών επιλογών, καθώς κι η άρση κάθε σχετικής λογοκρισίας, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για ένα τέτοιο διάλογο. Η φιλελεύθερη δημοκρατία, ως εξελισσόμενη αίσθηση περί δικαίου, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το σεβασμό της ατομικότητας και της διαφορετικότητας. Η κοινωνία του διαρκούς και ανοιχτού διαλόγου δεν μπορεί να συνυπάρξει με κρατικά επιβαλλόμενα θρησκευτικά μονοπώλια.
Εξίσου βλαπτικά όμως είναι τα ειδικά προνόμια και για τις ίδιες τις εκκλησίες και τον κοινωνικό ρόλο που φιλοδοξούν να εκπληρώσουν. Ο Adam Smith παρουσίασε στον Πλούτο των Εθνών εκτεταμένες αποδείξεις ότι η Εκκλησία της Αγγλίας είχε γίνει απαθής στις ανάγκες του Βρετανικού λαού λόγω της προνομιακής θέσης που της εξασφάλιζε η κυβέρνηση. Κι υποστήριξε ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η οκνηρία και η αδιαφορία της εκκλησιαστικής ηγεσίας ήταν να τους αφαιρεθούν τα προνόμια αυτά και να ενθαρρυνθεί ο ανταγωνισμός με τις άλλες εκκλησίες. Ο οικονομολόγος Gary Becker αναφέρει ότι ο ρόλος της θρησκείας, μετρήσιμος ως τον αριθμό των ανθρώπων που επισκέπτονται τακτικά την εκκλησία και τη δύναμη της πίστης τους, είναι πολύ ισχυρότερος σε χώρες όπου υπάρχουν πολλές ανταγωνιστικές εκκλησίες, παρά σε χώρες με μία μονοπωλιακή εκκλησία. Μπορεί άλλωστε κανείς εύκολα να συγκρίνει τη φθίνουσα πορεία του ρόλου της οργανωμένης θρησκείας στη χώρα μας και την αντίστοιχη επιρροή των εκκλησιών στις ΗΠΑ όπου ο διαχωρισμός απαγορεύει ειδικά προνόμια και μονοπωλιακές καταστάσεις.

Στη χώρα μας, η εμπλοκή εκκλησίας και κράτους εμφανίζει διάφορες μορφές και απλώνεται σε όλα τα επίπεδα του πολιτεύματος. Το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας ξεκινά με την επίκληση της Αγίας Τριάδας, δίνοντας έτσι τον τόνο του όλου κειμένου και προδίδοντας τις καταβολές και τις προθέσεις του νομοθέτη. Η ελευθερία της έκφρασης αναγνωρίζεται μεν αλλά μόνο προσχηματικά, μιας και απαγορεύεται ρητά ο προσηλυτισμός, καθώς και η «προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας». Η ανάπτυξη της «θρησκευτικής συνείδησης» ορίζεται ως ένας από τους βασικούς σκοπούς της παιδείας. Ο θρησκευτικός όρκος είναι υποχρεωτικός για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Μια σειρά από μονές και περιοχές που ελέγχονται από θρησκευτικές οργανώσεις εξαιρούνται από τον έλεγχο του κράτους, όπως και από τυχόν απαλλοτριώσεις κοινής ωφέλειας.
Σε οικονομικό επίπεδο, η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και της εκμετάλλευσής της είναι σχεδόν ανύπαρκτη και το κράτος επιβαρύνεται ταυτόχρονα με την μισθοδοσία των ιερέων και των υπαλλήλων της εκκλησίας. Ακόμη κι αν παραβλέψουμε την αδικία σε βάρος των αλλόθρησκων ή άθρησκων πολιτών, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το μέγεθος αυτού του οικονομικού φορτίου στα δημόσια οικονομικά του κράτους – ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης όπως και αυτή που διανύει σήμερα η χώρα. Η πολιτεία επιβάλει την θρησκευτική κατήχηση των μαθητών ως υποχρεωτικό κομμάτι της βασικής τους εκπαίδευσης, ερμηνεύοντας μάλλον με ακραίο τρόπο τη σχετική διάταξη του Συντάγματος.
Παρά όμως τις διεκδικήσεις των φιλελευθέρων, τις καταδίκες σε διεθνή δικαστήρια και τις παραινέσεις διεθνών οργανισμών, η ελληνική πολιτεία αρνείται να προχωρήσει στο διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας φοβούμενη το πολιτικό κόστος που ενδέχεται να προκαλέσει μια τέτοια μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Πολύ συχνά, όσοι προσπαθούν να υπερασπιστούν την προνομιακή θέση της εκκλησίας στη χώρα μας καταφεύγουν στην άσκοπη διαιώνιση μύθων που συνδέουν την ύπαρξη του ελληνικού κράτους με τις θρησκευτικές αντιλήψεις της πλειοψηφίας. Το τραγικό είναι ότι πολλές φορές καταλήγουμε έτσι να υποστηρίζουμε ιστορικές ανακρίβειες και να επιμένουμε σε συμμαχίες (όπως πρόσφατα με μανιακούς δολοφόνους των Βαλκανίων) που θέτουν σε κίνδυνο τον εκσυγχρονισμό και τον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας μας. Πολύ συχνά επίσης, όσοι προσπαθούν να ανοίξουν τη σχετική συζήτηση εισπράττουν ως απάντηση προπηλακισμούς κι αστήρικτους λιβέλους. Και με μεγάλη ευκολία κατατάσσονται όλοι οι υποστηρικτές του διαχωρισμού ως ανθέλληνες και άθεοι.

Αυτό που πρέπει σίγουρα να γίνει σαφές είναι ότι ο φιλελευθερισμός δεν βρίσκεται σε σύγκρουση με τις θρησκείες. Αν και ο τελεολογικός χαρακτήρας ορισμένων θρησκειών συγκρούεται με την έννοια της ανοιχτής κοινωνίας, η φιλελεύθερη παράδοση απέχει από οποιαδήποτε κρίση σχετικά με τις μεταφυσικές αντιλήψεις των πολιτών. Όσο οι πράξεις των θρησκευόμενων πολιτών κινούνται μέσα στα πλαίσια του σεβασμού της ελευθερίας του ατόμου και το κράτος δεν εμπλέκεται υποστηρίζοντας, ή διώκοντας, κάποια θρησκεία, η φιλελεύθερη πρακτική είναι αυτή της ουδετερότητας.
Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι διανοητές της φιλελεύθερης παράδοσης κινούνται περισσότερο στα πλαίσια ενός συγκρατημένου αγνωστικισμού, παρά στις δογματικές γραμμές κάποιας θρησκείας. Θα ήταν υποκρισία να αγνοήσουμε και αυτή την παράμετρο. Κάτι τέτοιο είναι μάλλον αναμενόμενο όταν οι φιλοσοφικές τους αναζητήσεις κινούνται στο χώρο του ανοιχτού μέλλοντος, της άρνησης του ιστορικισμού, και της εναντίωσης σε οποιαδήποτε μορφή απόλυτης ερμηνείας της ηθικής και του δικαίου. Για το φιλελευθερισμό ωστόσο, το πρωτείο του ατόμου και η ελευθερία της σκέψης υπερτερούν κάθε προσωπικής φιλοσοφικής επιλογής. Οπότε και, στο πλαίσιο της φιλελεύθερης παράδοσης, δεν είναι νοητή η δίωξη οποιασδήποτε θρησκείας ή η σύγκρουση με τις θρησκευτικές επιλογές των πολιτών.

Η σύγκρουση όμως είναι αναπόφευκτη με οτιδήποτε απειλεί την ανοιχτή κοινωνία και τα ατομικά δικαιώματα. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει δυστυχώς η τάση αντιστροφής της πορείας του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους και της (μερικής) επιστροφής στην εποχή των κρατικών θρησκειών και των ειδικών προνομίων. Είτε με τη μορφή απαγόρευσης της βλασφημίας και της δυσφήμησης των θρησκειών, είτε με τη δίωξη της «ρητορικής μίσους», οι οργανωμένες θρησκείες επιδιώκουν να προστατέψουν τα προνόμιά τους και να αποφύγουν τον ανταγωνισμό του ελεύθερου διαλόγου. Στα πλαίσια του ΟΗΕ, με την πρωτοβουλία του Ισλαμικού μπλοκ, προωθείται η απαγόρευση της «δυσφήμησης» των θρησκειών και η προστασία του Ισλάμ από την κριτική που δέχεται τα τελευταία χρόνια λόγω της ανοχής του προς τη μαζική τρομοκρατία και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η πρωτοβουλία αυτή έχει ως κύριο στόχο να επιβάλει τη σιωπή σε κάθε φωνή που αρνείται την απολυτότητα της θρησκευτικής ηθικής και τη νομιμοποίηση των διώξεων κάθε κριτικής στο εσωτερικό των χωρών που φέρνει σε κίνδυνο το θρησκευτικό μονοπώλιο του Ισλάμ. Οι φιλελεύθεροι πρωτοστατούν διεθνώς στην προσπάθεια αντιμετώπισης αυτών των πρωτοβουλιών, αλλά χωρίς ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες – κυρίως σε χώρες πέρα από το στενό πυρήνα της ΕΕ και των ΗΠΑ – δύσκολα θα καταφέρουν να αποτρέψουν τη νομιμοποίηση της λογοκρισίας.
Στο εσωτερικό της χώρας μας, οι φιλελεύθεροι βρίσκονται δυστυχώς χωρίς συμμάχους στη διεκδίκηση του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους. Πέρα από μεμονωμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες, με τελευταία αυτή του ΣΥΝ και των ανεξάρτητων βουλευτών Ανδριανόπουλου και Μάνου περί της ρύθμισης των σχέσεων εκκλησίας και πολιτείας το 2005, κανείς λόγος δεν γίνεται για το χτίσιμο ενός τείχους διαχωρισμού.
Οι επιπτώσεις και η ανάγκη αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης καταδικάζουν στο περιθώριο της πολιτικής συζήτησης κάθε ζήτημα που δεν έχει άμεσα δημοσιονομικό χαρακτήρα. Η εμπλοκή ωστόσο κράτους και εκκλησίας, όπως αναφέρουμε και πιο πάνω, έχει και την οικονομική της πλευρά που ατυχώς δεν συμπεριλήφθηκε στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Μνημονίου. Παρά τις πιθανές αντιδράσεις, οι φιλελεύθερες δυνάμεις της χώρας οφείλουν να επαναφέρουν το ζήτημα στο πολιτικό προσκήνιο και να αναζητήσουν όλες τις δυνατές συμμαχίες για την προώθηση των αναγκαίων σχετικών μεταρρυθμίσεων.

Ο διαχωρισμός εκκλησίας και πολιτείας δεν έχει στόχο την επικράτηση της μιας ή της άλλης άποψης και δε μπορεί κανείς να τον συγχέει με μια επίθεση κατά της εκκλησίας ή της θρησκευτικής πίστης. Έρχεται να εξυπηρετήσει το σεβασμό της ελευθερίας του κάθε πολίτη να αποφασίζει για τον εαυτό του και να τοποθετήσει τη θρησκευτική πίστη στο χώρο που της ανήκει – το χώρο του ιδιωτικού. Έρχεται να απεγκλωβίσει την εκκλησία από τα δεσμά του κράτους και την κοσμική πολιτεία από το χώρο του μεταφυσικού.
Read More...

Η οικογένεια Φρίντμαν

Leave a Comment

(Όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Books’ Journal – Τεύχος 21, Ιούλιος 2012)
“The colony was called Libertatia and was placed under Articles drawn up by Captain Mission.”
William Burroughs, Cities of the Red Night
Αν πιστέψει κανείς τη Ναόμι Κλάιν και τους οπαδούς της, πίσω από κάθε καταστροφή της σύγχρονης ιστορίας του πλανήτη βρίσκεται η διαβρωτική επιρροή των ιδεών του Μίλτον Φρίντμαν: δικτατορίες, πόλεμοι, οικονομικές κρίσεις, τρομοκρατικές ενέργειες, καταπιεστικές κυβερνήσεις, αιματηρές εξεγέρσεις. Καθετί σκοτεινό και βάρβαρο συντάσσεται με το σατανικό γκουρού του νεοφιλελευθερισμού με απώτερο στόχο την απόλυτη κυριαρχία των αγορών και την καταστροφή κάθε κοινωνικής δομής. Κάθε πολιτικό κίνημα φαίνεται να έχει ανάγκη μια προσωποποίηση του εχθρού του και το πρόσωπο του Φρίντμαν έχει βρεθεί στο στόχαστρο των περισσότερων αντιδραστικών οργανώσεων της εποχής μας: αντικαπιταλιστές, οργανώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης, κομουνιστικά κόμματα, εθνικιστές, συντηρητικοί. Και μάλλον όχι τυχαία. Ο κόσμος που υπερασπίζονται σίγουρα απειλείται από τις ιδέες που για περισσότερο από πενήντα χρόνια εκλαΐκευε και προωθούσε με βιβλία, άρθρα, εκπομπές στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, διαλέξεις σε δεκάδες χώρες.

Ωστόσο, αν και το διασημότερο μέλος της, η συμβολή της οικογένειας Φρίντμαν στο χώρο των ιδεών της ελευθερίας δεν περιορίζεται στο έργο του Μίλτον Φρίντμαν. Και το βέβαιο είναι ότι ο Μίλτον δεν είναι καν ο πιο ριζοσπάστης της οικογένειας. Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή.

Μίλτον Φρίντμαν

Πριν από ακριβώς πενήντα χρόνια, ο Μίλτον Φρίντμαν, ήδη καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σικάγο, δημοσιεύει σε μορφή βιβλίου (με τη βοήθεια της συζύγου του Ρόουζ) μια σειρά διαλέξεων που, σε διάφορες μορφές, τον είχαν απασχολήσει την προηγούμενη δεκαετία. Το βιβλίο αυτό, με τίτλο ‘Καπιταλισμός κι Ελευθερία’ θα γίνει το πιο δημοφιλές έργο της καριέρας του κι ένα από τα κείμενα της πολιτικής φιλολογίας με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο γύρω μας. Στις διαλέξεις αυτές, ο Φρίντμαν παρουσιάζει το βασικό σκελετό της πολιτικής του θεωρίας, ενώ προτείνει και άμεσα εφαρμόσιμες πολιτικές στις οποίες και θα επιμείνει σε όλη την πορεία του ως διανοούμενος και πολιτικός ακτιβιστής. Όπως γράφει, σε μια από τις πιο παρεξηγημένες φράσεις του έργου του, ένας από τους στόχους του βιβλίου ήταν να κρατήσει κάποιες επιλογές ανοιχτές «μέχρι οι περιστάσεις να οδηγήσουν στην αναγκαιότητα της αλλαγής»:
«Η δύναμη της αδράνειας είναι τεράστια – μια τυραννία του status quo – στις ιδιωτικές και κυρίως στις κυβερνητικές ρυθμίσεις. Μόνο μια κρίση – πραγματική ή θεωρητική – παράγει πραγματική αλλαγή. Όταν συμβεί μια τέτοια κρίση, οι δράσεις που λαμβάνονται εξαρτώνται από τις διαθέσιμες ιδέες. Αυτό, πιστεύω, είναι η βασική μας λειτουργία: να αναπτύσσουμε εναλλακτικές στις υπάρχουσες πολιτικές, να τις διατηρούμε ζωντανές και διαθέσιμες μέχρι το πολιτικά αδύνατο να γίνει πολιτικά αναπόφευκτο.»
Ακολουθώντας τη φιλελεύθερη παράδοση, ο Μίλτον Φρίντμαν ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική ελευθερία δίχως οικονομική ελευθερία. Παρά τα όσα γράφονται εναντίον του, είναι ξεκάθαρος: αν και η οικονομική ελευθερία είναι απαραίτητη προϋπόθεση της πολιτικής ελευθερίας, δεν είναι αρκετή. Το κράτος είναι απαραίτητος μηχανισμός για την προστασία της ελευθερίας των πολιτών από εσωτερικές, ή εξωτερικές, απειλές. Τα σχολεία πρέπει να πάψουν να είναι κρατικά κατευθυνόμενα – διατηρώντας το δημόσιο χαρακτήρα της, η φιλελεύθερη πολιτεία χρηματοδοτεί την ίδια την παιδεία (κουπόνια εκπαίδευσης) και όχι τη σχολική γραφειοκρατία. Η θεσμοθέτηση ενός διχτύου ασφαλείας (μέσω της πολιτικής του αρνητικού φόρου εισοδήματος) εξασφαλίζει ότι κανείς πολίτης δεν θα βρεθεί στο κοινωνικό περιθώριο. Η αποποινικοποίηση της πορνείας και των ναρκωτικών οδηγούν στη μείωση των σχετικών κοινωνικών επιπτώσεων, αυξάνοντας ταυτόχρονα την ατομική ελευθερία των πολιτών. Το σύστημα υποχρεωτικής στράτευσης είναι ασύμβατο με μια ελεύθερη κοινωνία και πρέπει να αντικατασταθεί με εθελοντικό επαγγελματικό στρατό.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, είναι αλήθεια ότι υπήρξαν διάφοροι συντηρητικοί ηγέτες που ζήτησαν τη συμβουλή του ή θέλησαν να χρησιμοποιήσουν τη φήμη του ως αντίβαρο της ψυχροπολεμικής ‘σοσιαλιστικής απειλής’. Ελάχιστοι φυσικά τόλμησαν να εφαρμόσουν τις πολιτικές του προτάσεις. Με την εξαίρεση ίσως του Νίξον που κατήργησε την υποχρεωτική στράτευση στις ΗΠΑ, και των Ρέιγκαν/Θάτσερ που οι οικονομικές τους πολιτικές είχαν σαφώς άρωμα νεοφιλελευθερισμού – χωρίς όμως να είναι αρκετά πιστές στο όραμα του Φρίντμαν για να χαρακτηριστούν ως τέτοιες. Το στρατηγικό του λάθος ήταν πιθανά ότι συστρατεύτηκε με ένα πολιτικό χώρο που δεν είχε τη δυνατότητα να ξεφύγει από τις συντηρητικές του καταβολές και να υποστηρίξει το φιλελεύθερο όραμά του πέρα από το χώρο της καθαρά οικονομικής δραστηριότητας.

Νταίηβιντ Φρίντμαν 

Ο Μίλτον Φρίντμαν πίστευε ότι η κρατική παρέμβαση είναι αναποτελεσματική, οδηγεί σε στρεβλώσεις και πρέπει να καταργηθεί σε αρκετές πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής μας ζωής. Ο γιος του, Νταίηβιντ Φρίντμαν, προχωρά ένα βήμα πιο κάτω: η κρατική παρέμβαση είναι αναποτελεσματική και πρέπει να καταργηθεί σε κάθε πτυχή της οικονομικής και κοινωνικής μας ζωής. Το 1973, εννιά μόλις χρόνια μετά την κυκλοφορία του ‘Καπιταλισμός κι Ελευθερία’, ο Νταίηβιντ δημοσιεύει τη ‘Μηχανική της Ελευθερίας’.

Επηρεασμένος σαφώς από το έργο του πατέρα του, ο Νταίηβιντ Φρίντμαν θεμελιώνει την αναρχοκαπιταλιστική ουτοπία με όρους πολιτικής αποτελεσματικότητας. Η κατάργηση του κράτους δεν είναι ηθική επιλογή, ούτε αναγκαία συνέπεια των φυσικών δικαιωμάτων των πολιτών (όπως ισχυριζότανε μέχρι τότε διάφοροι αναρχικοί διανοητές). Πολύ απλά, το κράτος είναι ασύμφορο. Δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη δραστηριότητα που μπορεί να εξελιχθεί αποτελεσματικότερα μέσω της κρατικής παρέμβασης από ότι θα μπορούσε αν οι πολίτες ήταν ελεύθεροι να ακολουθήσουν τις ατομικές τους επιλογές. Εκεί που ο πατέρας Μίλτον ήθελε τον περιορισμό της κρατικής παρεμβατικότητας, ο Νταίηβιντ οραματίζεται την πλήρη (αν και σταδιακή) εξαφάνισή της. Εφαρμοσμένη επιστημονική φαντασία από τη μία μεριά, σκληρή κριτική του κρατισμού από την άλλη, η ‘Μηχανική της Ελευθερίας’ περιγράφει το δρόμο προς μια ελευθεριακή ουτοπία, ένα ριζοσπαστικό καπιταλισμό.

Η αναρχοκαπιταλιστική ωστόσο κοινωνία του Νταίηβιντ Φρίντμαν δεν είναι μια καθαρά αναρχική κοινωνία με την έννοια της πλήρους απουσίας νόμων. Νόμοι υπάρχουν, όπως και υπάρχουν οι φορείς που επιβλέπουν την τήρησή τους. Μόνο που δεν υπάρχει πια κρατικό μονοπώλιο στη νομοθεσία ή την ασφάλεια. Υπάρχουν φορείς, εταιρίες νομοθεσίας και ασφάλειας, τους οποίους οι πολίτες επιλέγουν σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους και συνάπτουν συμβόλαια μαζί τους για την προστασία τους και τη διαφύλαξη των συμφωνιών τους με άλλους πολίτες.  Ενδο-εταιρικές διαφορές επιλύονται σύμφωνα με τη χάρτα της νομικής εταιρίας που έχουν υπογράψει οι συνδρομητές της. Δια-εταιρικές διαφορές επιλύονται μεταξύ των εταιριών οι οποίες έχουν φυσικά κάθε κίνητρο να επιζητούν αποδοτικές, αλλά και ειρηνικές λύσεις (η βία στοιχίζει). Ο ανταγωνισμός μεταξύ των νομικών φορέων οδηγεί σε διαρκώς βελτιούμενα νομικά συστήματα κι ο νομικός πολιτισμός εξελίσσεται ακολουθώντας τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς.

Πάτρι Φρίντμαν

Όπως κάθε ουτοπία, έτσι κι η αναρχοκαπιταλιστική κοινωνία του Νταίηβιντ Φρίντμαν είναι καταδικασμένη να παραμείνει στο χώρο των θεωρητικών ασκήσεων. Όπως πολύ σωστά είχε επισημάνει ο πατέρας του, «η δύναμη της αδράνειας είναι τεράστια»: είναι πρακτικά αδύνατο να αρνηθούν οι πολίτες κάποιας χώρας παραδόσεις και θεσμούς αιώνων, για να δοκιμάσουν τόσο ριζοσπαστικές ιδέες. Ακόμη κι αν υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι που θα θέλανε να ακολουθήσουν μια τέτοια πολιτική περιπέτεια, κάθε σημείο της γης ανήκει ήδη σε κάποια κρατική οντότητα με σχηματισμένο νομικό πλαίσιο και πολιτικές παραδόσεις. Ή μήπως όχι;


Ο γιος του Νταίηβιντ, Πάτρι Φρίντμαν, βρήκε τη λύση το 1998 σε ένα άρθρο του Γουέιν Γκράμλιτς: πλωτές πολιτείες. Η θάλασσα, πέρα από την ακτίνα των ΑΟΖ, παραμένει το μόνο κομμάτι της γης έξω από των έλεγχο των κρατών. Στο όραμα του Πάτρι, κάθε «πολίτης» (με την όσο πιο χαλαρή γίνεται έννοια του όρου) είναι ιδιοκτήτης μιας πλωτής έκτασης/κατοικίας η οποία συνδέεται με άλλες σχηματίζοντας πλωτές πολιτείες. Κάθε τέτοια πολιτεία έχει το δικό της σύστημα διακυβέρνησης, νομικό περιβάλλον και τρόπο οργάνωσης. Όσο περισσότερες από αυτές τις πλωτές πολιτείες σχηματιστούν, τόσο μεγαλύτερος ο ανταγωνισμός μεταξύ τους. Κι όταν κάποιος πλωτός πολίτης διαφωνήσει με τους συνπλωτίτες του, παίρνει απλά την πλωτή ιδιοκτησία του και σαλπάρει για να τη συνδέσει με όποια άλλη πολιτεία θελήσει. Οι πολιτείες που αποτυγχάνουν, χάνουν σιγά-σιγά τους πολίτες τους και παρακμάζουν. Οι πολιτείες που καταφέρνουν να προσελκύσουν κι άλλους πολίτες, αυξάνονται και ισχυροποιούνται.

Κάνουμε έτσι ένα ακόμη βήμα παρακάτω στη σκέψη της οικογένειας Φρίντμαν: ελεύθερος ανταγωνισμός μεταξύ συστημάτων διακυβέρνησης στα διεθνή χωρικά ύδατα. Κι αν ακούγεται η ιδέα αυτή πολύ εξωτική για να έχει ελπίδες υλοποίησης, οι Φρίντμαν/Γράμλιτς έχουν ήδη ξεκινήσει την αναζήτηση χρηματοδότησης. Αναμένουν δε ότι, μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, οι άνθρωποι που θα κατοικούν στις πρώτες πρότυπες πλωτές πολιτείες θα ξεπερνούν τους 150.

Η δύναμη της αδράνειας 

Δεν υπάρχει τίποτα πιο άχαρο και βαρετό στην εξέλιξη του πολιτικού μας πολιτισμού από αυτή την καταραμένη «δύναμη της αδράνειας». Η οικογένεια Φρίντμαν επιμένει να την πολεμά εδώ και περισσότερο από πενήντα χρόνια. Από το νεοφιλελευθερισμό του Μίλτον Φρίντμαν και τον αναρχοκαπιταλισμό του Νταίηβιντ, μέχρι και τις πλωτές κοινότητες του Πάτρι, η οικογένεια Φρίντμαν αναζητά διαρκώς μεθόδους για να παρακάμψει τον έμφυτο συντηρητισμό μας. Δεν είναι πάντα επιτυχημένοι, αλλά φαίνονται αποφασισμένοι να μην τα παρατήσουν.

Περιμένω με αγωνία τις ιδέες και της επόμενης γενιάς Φρίντμαν.
Read More...

Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Στο εργαστήριο του John Irving

Leave a Comment
Ο αγαπημένος μου συγγραφέας στο εργαστήριό του...

Read More...

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

Φιλελευθερισμός και Σοσιαλδημοκρατία: Πλαίσια (συν)θέσεων και αντιθέσεων.

4 comments
Γράφει ο Χάρης Πεϊτσίνης

Με ένα εξαιρετικά καλογραμμένο κείμενό του ο Γιώργος Σαρηγιαννίδης συνεχίζει τον προσφάτως ανακινημένο διάλογο για τα περιθώρια συνεργασίας και σύνθεσης του Φιλελευθερισμού με τη Σοσιαλδημοκρατία. Αυτός ο διάλογος δεν είναι καινούριος, ούτε σε τοπικό ούτε σε διεθνές επίπεδο. Στην Ελλάδα βέβαια αποκτά χαρακτήρα επείγοντος, ιδίως υπό το φως της αδυναμίας του φιλελεύθερου χώρου να αποκτήσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, και της επιγενόμενης ανάγκης για την προώθηση στρατηγικών συμμαχιών.

Δυστυχώς δε θα συμμεριστώ τον οπτιμισμό πολλών φίλων ως προς τη δυνατότητα ζύμωσης και σύνθεσης των δύο αυτών ρευμάτων, και την προοπτική δημιουργίας ενός μαζικού χώρου της λεγόμενης φιλελεύθερης κεντροαριστεράς. Ένας τέτοιος χώρος δε μπορεί να υπάρξει για λόγους πρακτικούς αλλά κυρίως θεωρητικούς. Και εξηγούμαι.
Read More...

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Η Νέα Σύνθεση

Leave a Comment



(Όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Books’ Journal – Τεύχος 20, Ιούνιος 2012)
“Έρχομαι σε αντίθεση με τον εαυτό μου; Πολύ καλά, λοιπόν, έρχομαι σε αντίθεση με τον εαυτό μου. Είμαι μεγάλος – χωράω πλήθη.”
Γουόλτ Γουίτμαν

«Αποδέχομαι ένθερμα το ρητό: ‘καλύτερη είναι η κυβέρνηση που κυβερνά λιγότερο’, και θα ήθελα να το δω να υλοποιείται στην πράξη πιο γρήγορα και συστηματικά.» Έτσι ξεκινά ο Χ.Ντ. Θορώ πριν από 163 χρόνια την ‘Πολιτική Ανυπακοή’ (Thoreau 2001), συνεχίζοντας ακόμη πιο αφοριστικά:
Υλοποιημένο, ανέρχεται τελικά στο εξής, το οποίο επίσης πιστεύω: «η καλύτερη κυβέρνηση είναι αυτή που δεν κυβερνά καθόλου» και όταν οι άνθρωποι θα είναι έτοιμοι για κάτι τέτοιο, αυτό θα είναι το είδος της κυβέρνησης που θα έχουν.
Και κάπου εδώ αρχίζει μάλλον η παρεξήγηση. Όσοι τρέφουμε τη φαντασία μας με πολιτικές αφηγήσεις, πολύ συχνά δεν καταφέρνουμε να αποφύγουμε την παγίδα της αφαιρετικής προβολής: δεν επιτρέπουμε εύκολα στη σκέψη μας να συγκρουστεί με τον εαυτό της, να μεταλλαχθεί και να εξελιχθεί, αλλά προβάλουμε απλά στο χώρο των ιδεών τις προσωπικές μας εμμονές. Έτσι, έχουμε κάποιες φορές την τάση, τρέφοντας τον ενστικτώδη αντικρατισμό μας, να παραβλέπουμε παντελώς τον πιο ρεαλιστή, αλλά και πιο χρήσιμο, Θορώ, των παρακάτω σελίδων της ‘Πολιτικής Ανυπακοής’:
Αλλά για να μιλήσω πρακτικά και ως πολίτης, σε αντίθεση με εκείνους που αποκαλούν τους εαυτούς τους αντι-κυβερνητικούς, δεν ζητώ πάραυτα καμία κυβέρνηση, αλλά μια καλύτερη κυβέρνηση. Ας κάνει ο καθένας γνωστό τι είδους διακυβέρνηση θα κέρδιζε το σεβασμό του και αυτό θα είναι ήδη ένα βήμα προς την επίτευξή της.
Είναι μάλλον συχνό το φαινόμενο, σε περιόδους οικονομικών και πολιτικών κρίσεων, οι πολίτες να αναζητούν καταφύγιο στην ακρότητα. Οι εντάσεις της στιγμής, η αναζήτηση απλοϊκών ερμηνειών εκεί που είναι αδύνατες οι απλές εξηγήσεις, η προσπάθεια (συνειδητή ή ασυνείδητη) κατασκευής (φανταστικών ή πραγματικών) εχθρών, παρασέρνουν συχνά τη σκέψη μας στο χώρο της υπεραπλούστευσης. Κι η υπεραπλούστευση δεν είναι φαινόμενο που περιορίζεται σε ένα μόνο χρώμα του πολιτικού χάρτη.

Αντικρατισμός

Όταν πριν από μερικά χρόνια ξεκίνησε να παίρνει μορφή το κίνημα του Tea Party (Το Κόμμα του Τσαγιού) στις ΗΠΑ, το συνδετικό υλικό των οπαδών του ήταν το μίσος τους για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τις δήθεν «σοσιαλιστικές» πολιτικές του προέδρου Ομπάμα. Η φιλελεύθερη παράδοση, χιλιάδες σελίδες προβληματισμού και φιλοσοφικής αναζήτησης, κατέληξαν να μεταμορφωθούν σε μια αναβίωση ενός προεκλογικού κλισέ: «Η κυβέρνηση δεν είναι η λύση στο πρόβλημά μας. Η κυβέρνηση είναι το ίδιο το πρόβλημα.» Απηχώντας τα λόγια του Ρόναλντ Ρέηγκαν, του κεντρικού ήρωα της μυθολογίας της αμερικανικής Δεξιάς, το κίνημα του Tea Party κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να επανακαθορίσει το χώρο του κλασικού φιλελευθερισμού ως το χώρο του αντικρατισμού και της καχυποψίας για την πολιτική.

«Για να είμαστε δίκαιοι» όμως, όπως γράφει και ο Μπιλ Κλίντον στο τελευταίο του βιβλίο (Clinton 2011), «η αντικυβερνητική πολιτική είναι μαζί μας εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, και ένας υγιείς σκεπτικισμός ενάντια στην κυβέρνηση, καθώς και ο καθορισμός ορίων της κατάχρησής της, είναι απαραίτητα για τη λειτουργία κάθε δημοκρατίας». Κι η φιλελεύθερη σκέψη βρίσκεται στο θεμέλιο αυτού του σκεπτικισμού. Δεν μπορεί όμως να ταυτιστεί με τον απλοϊκό αντικρατισμό. Ο στόχος της φιλελεύθερης προσέγγισης δεν ήταν ποτέ απλά και μόνο η εναντίωση σε καθετί κρατικό, αλλά η ενδυνάμωση της ελευθερίας των ανθρώπων. Κι αυτή ενδέχεται να συμβαδίζει, ή και να εξυπηρετείται καλύτερα σε κάποιες περιπτώσεις, από την στοχευμένη ενίσχυση παρά την αποδυνάμωση του κράτους.

Σε καμία στιγμή της ιστορίας της η φιλελεύθερη παράδοση δεν περιόρισε τους προβληματισμούς της στο μέγεθος του κράτους. Αν και, παρατηρώντας τους σχετικούς δείκτες (The Heritage Foundation n.d.), είναι δύσκολο να παραβλέψουμε τον έντονο στατιστικό συσχετισμό μεταξύ οικονομικής και πολιτικής ελευθερίας από τη μία και μεγέθους του δημόσιου τομέα από την άλλη. Κι αν όντως απαιτείται η σμίκρυνση του τόπου κυβερνητικής δράσης σε αρκετές περιπτώσεις, όπως αυτή της χώρας μας, δεν υπάρχουν φιλελεύθερες φωνές που ζητούν την άμεση κατάργηση του κράτους. (Με την εξαίρεση ίσως μέρους του ιδεολογικού ρεύματος των αναρχοκαπιταλιστών.)

Από τον Άνταμ Σμιθ, μέχρι και το Μίλτον Φρίντμαν, το κράτος όχι μόνο μπορεί να συμβαδίσει με τη λειτουργία της αγοράς, αλλά οφείλει να έχει και ενεργό ρόλο στην εξασφάλιση της συμμετοχής στο παιχνίδι της συναλλαγής για κάθε πολίτη. Όπως σημειώνουν οι Μίχας-Σκάλκος (Τάκης Μίχας 2005), «Ο Milton Friedman έχει επανειλημμένα επισημάνει ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση που να διασφαλίζει σε κάποιον ότι δεν θα βρεθεί εκτός συστήματος αγοράς, κάτι που νομιμοποιεί την ύπαρξη ενός διχτύου ασφαλείας (safety net). Με παρόμοιο σκεπτικό δε, και «με όρους γενικής πρόνοιας με την πραγματική σημασία της λέξης», ο Χάγιεκ (Χάγιεκ 2008 [μετ.]) αποδέχεται ακόμη και το θεσμό των επιχορηγήσεων ως αποδεκτή μορφή πολιτικής πρακτικής:
Οι επιδοτήσεις είναι ένα θεμιτό εργαλείο πολιτικής, όχι ως μέσο αναδιανομής εισοδημάτων, αλλά αποκλειστικά ως μέσο χρήσης της αγοράς για την παροχή των υπηρεσιών εκείνων που δεν μπορούν να περιοριστούν μόνο σε όσους πληρώνουν ατομικά γι’ αυτές.
Διαχωριστικές γραμμές

Αν υπήρχε κάτι που διαχώριζε τη φιλελεύθερη σκέψη από το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα τις προηγούμενες δεκαετίες, αυτό θα μπορούσε μάλλον να επικεντρωθεί στα παρακάτω δύο πεδία: α) το ρόλο της αγοράς στη διαμόρφωση λειτουργικών θεσμών και προϋποθέσεων ανάπτυξης, καθώς και β) την ερμηνεία της έννοιας της ισότητας ως βασική προϋπόθεση της δημοκρατίας.

Ιδιαίτερα για το ζήτημα του κεντρικού σχεδιασμού και της άρνησης του ρόλου της αγοράς, ο Χάγιεκ (Χάγιεκ 2008 [μετ.]) υπήρξε εξαιρετικά αυστηρός:
Όσοι πιστεύουν ότι όλοι οι χρήσιμοι θεσμοί είναι σχεδιασμένες επινοήσεις και αδυνατούν να συλλάβουν κάτι που εξυπηρετεί ένα ανθρώπινο σκοπό χωρίς να έχει σχεδιαστεί συνειδητά, είναι σχεδόν εκ των πραγμάτων εχθροί της ελευθερίας. Γι αυτούς ελευθερία σημαίνει χάος.
Στον ίδιο τόνο, ο Φρίντμαν (Friedman 1982) αρνείται την έννοια της ισότητας ως στόχο ή αιτιολόγηση οποιασδήποτε πολιτικής πρακτικής:
Ο φιλελεύθερος κάνει τον έντονο διαχωρισμό μεταξύ ισότητας δικαιωμάτων και ισότητας ευκαιριών, από τη μία μεριά, και ισότητας υλικών αγαθών από την άλλη. Μπορεί να χαιρετίσει το γεγονός ότι μια ελεύθερη κοινωνία έχει την τάση να κατευθύνεται προς μεγαλύτερη ισότητα υλικών αγαθών, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη που έχει δοκιμαστεί. Αλλά θα το θεωρήσει αυτό ως ένα επιθυμητό υποπροϊόν μιας ελεύθερης κοινωνίας, κι όχι την κυριότερη αιτιολόγησή της.  
Ωστόσο, οι διαχωριστικές γραμμές αυτές του παρελθόντος φαίνεται πια να ξεθωριάζουν σε κάποια τμήματά τους. Η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία έχει πλέον αποδεχτεί το ρόλο της αγοράς στην κοινωνική εξέλιξη και δεν περιορίζει πια τους προβληματισμούς της στις αρμοδιότητες του κεντρικού σχεδιαστή. Αποδέχεται ότι κρατική παρέμβαση χρειάζεται μόνο εκεί που η αγορά δεν μπορεί να οδηγήσει στις αποδοτικότερες λύσεις. Μετατρέποντας έτσι τη συζήτηση σε τεχνική, από καθαρά ιδεολογικού χαρακτήρα. Χαρακτηριστικά, στο ίδιο βιβλίο που αναφέρω πιο πάνω (Clinton 2011), ο Μπιλ Κλίντον περηφανεύεται για τα επιτεύγματά του στον περιορισμό του ομοσπονδιακού κράτους των ΗΠΑ, χωρίς ποτέ να αρνηθεί τις σοσιαλδημοκρατικές του καταβολές:
[…] κατά τη διάρκεια της θητείας μου είχαμε τέσσερις πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και αρχίσαμε να ξεπληρώνουμε το δημόσιο χρέος. Καταργήσαμε δεκαέξι χιλιάδες σελίδες ομοσπονδιακών ρυθμίσεων. Μειώσαμε τους φόρους στη μεσαία τάξη, τις εργαζόμενες οικογένειες με περιορισμένους πόρους, καθώς και το εισόδημα από κεφαλαιακά κέρδη. Μειώσαμε τα επιδόματα πρόνοιας κατά περίπου 60%. Μειώσαμε το ομοσπονδιακό εργατικό δυναμικό στο χαμηλότερο επίπεδό τους από το 1960, όταν ο Dwight Eisenhower ήταν πρόεδρος, και το χαμηλότερο ποσοστό του σε σχέση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού από το 1933. 
Παρομοίως, ο Ρόναλντ Ντουόρκιν (Dworkin 2010 [μετ.]), ένας από τους σημαντικότερους διανοητές της φιλελεύθερης πτέρυγας των σοσιαλδημοκρατών, φαίνεται να υποβαθμίζει την ισότητα ως στόχο και την περιορίζει μόνο ως αξία στο πεδίο της ίσης αντιμετώπισης και κρατικής μέριμνας.
[…] η κοινωνία δεν μπορεί να αναλάβει να αποκαταστήσει την ισότητα μεταξύ μας χωρίς να καταστρέψει εξ ολοκλήρου τον θεσμό των οικονομικών επενδύσεων και, μαζί με αυτόν, και την οικονομία. Αν κανείς από εμάς τελικά δεν κερδίζει ή χάνει από τις επενδυτικές του επιλογές, οι επιλογές μας είναι δίχως νόημα, και θα σταματήσουμε να τις κάνουμε.
Η Νέα Σύνθεση

Δεν είναι όμως μόνο οι διαχωριστικές γραμμές στο πεδίο της πολιτικής δράσης που ξεθωριάζουν και μετατοπίζονται. Ο ίδιος ο χώρος των ιδεών και της πολιτικής φιλοσοφίας φαίνεται να μεταλλάσσεται, τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς εμπλουτίζεται από τα νέα θεωρητικά εργαλεία που έχουμε πλέον στη διάθεσή μας: μαθηματικά μοντέλα από την επιστήμη της πολυπλοκότητας, μέθοδοι ανάλυσης και σχεδιασμού κοινωνικών δικτύων, νέες κατευθύνσεις των εξελικτικών οικονομικών, θεωρίες μη-παρεμβατικού πατερναλισμού, η οικονομική ανάλυση του Δικαίου. Οι πολιτικές σταθερές των προηγούμενων αιώνων επανεξετάζονται, επανατοποθετούνται και δημιουργούνται νέες συνθέσεις.

Εκεί που με ευκολία μπορούσαμε, λίγες μόνο δεκαετίες πριν, να διαχωρίσουμε τις ‘φιλελεύθερες’ από τις ‘σοσιαλδημοκρατικές’ πρακτικές, αυτό είναι πια συχνά αδύνατο ή και ανόητο. Όταν οι αντιθέσεις στο χώρο των αξιών έχουν σχεδόν εκμηδενιστεί, αυτό που απομένει είναι η επίλυση τεχνικών ζητημάτων και όχι πια μια σύγκρουση ιδεολογιών. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ήρθε το τέλος της ιστορίας ή ότι έχουν πλέον απαντηθεί όλα τα πολιτικά ερωτήματα. Κάθε άλλο. Σημαίνει απλώς ότι το πολιτικό τοπίο αναδιαμορφώνεται, τα ιδεολογικά ρεύματα μετατοπίζονται και δημιουργούνται νέες εξελικτικές πορείες. Μένει να δούμε που θα σταθεροποιηθεί η εικόνα, αν ποτέ σταθεροποιηθεί. Μέχρι τότε όμως, μπορούμε απλά να απολαύσουμε τον πειραματισμό και το φιλοσοφικό παιχνίδι.


Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Clinton, Bill. Back to Work: Why We Need Smart Government for a Strong Economy. Knopf, 2011.
  • Dworkin, Ronald. H αμερικανική δημοκρατία σε κίνδυνο. Πόλις, 2010 [μετ.].
  • Friedman, Milton. Capitalism and Freedom. University of Chicago Press; 2 edition, 1982.
  • The Heritage Foundation. 2012 Index of Economic Freedom. n.d. http://www.heritage.org/index/default.
  • Thoreau, Henry David. Henry David Thoreau : Collected Essays and Poems. Library of America, 2001.
  • Τάκης Μίχας, Δημήτρης Σκάλκος. Φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία. Ελάτη, 2005.
  • Χάγιεκ, Φρίντριχ Α. Το σύνταγμα της ελευθερίας. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008 [μετ.].
Read More...

Η ένδεια του ιστορικισμού

Leave a Comment


Βιέννη, καλοκαίρι του 1919. O Karl Popper, νεαρός κομουνιστής, παρακολουθεί τρομοκρατημένος τη βαρβαρότητα της αστυνομίας που πυροβολεί το άοπλο πλήθος με αποτέλεσμα το θάνατο νεαρών σοσιαλιστών και κομουνιστών εργατών. Οι πυροβολισμοί ξεσπάνε όταν, με την υποκίνηση των κομουνιστών, η διαδήλωση μετατρέπεται σε προσπάθεια απελευθέρωσης μιας ομάδας συντρόφων τους από τα κρατητήρια του κεντρικού αστυνομικού τμήματος της πόλης. Ο Popper, μόλις 17 ετών, αισθάνεται ότι, ως Μαρξιστής, φέρει μέρος της ευθύνης για την τραγωδία – «τουλάχιστον επί της αρχής» – μιας και η θεωρία που υποστήριζε απαιτούσε την εντατικοποίηση της πάλης των τάξεων ώστε να επιταχυνθεί ο ερχομός του σοσιαλισμού. (Popper, Unended Quest 2002)

Ο Popper εγκαταλείπει το Μαρξισμό και βάζει στόχο τη σε βάθος μελέτη και διάψευση του δήθεν επιστημονικού χαρακτήρα του – όπως τουλάχιστο γινόταν τότε αντιληπτός από τους Μαρξιστές μελετητές κι ακτιβιστές. Το αποτέλεσμα αυτής της μελέτης είναι ένα μικρό στριφνό βιβλιαράκι με τον τίτλο ‘Η Ένδεια του Ιστορικισμού’, καθώς και το ‘Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της’ – το magnum opus του Popper στο χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας.


Αν και ο τίτλος της σημερινής συζήτησης αναφέρεται μόνο στην ‘Ένδεια’, η πρόθεσή μου ήταν να συζητήσουμε όχι μόνο την Ένδεια – ούτε καν όλη την Ένδεια – αλλά το επιχείρημα του Popper κατά του ιστορικισμού. Επιχείρημα που στην αρχική του μορφή παρουσιάστηκε όντως ως Ένδεια του Ιστορικισμού’, ανάπτυξη του οποίου είναι και το ‘Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της’, και που παίρνει την τελική του μορφή σε έναν από τους τόμους-υστερόγραφα του ‘Logic of Scientific Discovery’.
Για πιο πράγμα όμως μιλάμε; Ποιος είναι αυτός ο ιστορικισμός που προσπαθεί να αντιμετωπίσει ο Popper; Ο ίδιος ο Popper, πάντα απολύτως τίμιος με τους αντιπάλους του, ξοδεύει ένα μεγάλο μέρος της ‘Ένδειας’ προσπαθώντας να περιγράψει με όσο πιο ολοκληρωμένο τρόπο γίνεται τη στάση του ιστορικισμού. Ο λατινοαμερικάνος συγγραφέας Mario Vargas Llosa από την άλλη, λιγότερο ίσως έντιμος, το ίδιο όμως εύστοχος, αναφέρει:
«Αυτοί που νομίζουν ότι η ιστορία της ανθρωπότητας είναι «γραμμένη» πριν συμβεί, ότι αποτελεί την παράσταση ενός προϋπάρχοντος λιμπρέτου, σχεδιασμένου από το Θεό, τη φύση, την ανάπτυξη της λογικής, ή της τάξης των πάλεων και των μέσων παραγωγής. Που πιστεύουν ότι η ζωή είναι μια δύναμη ή ένας κοινωνικός και οικονομικός μηχανισμός που τα άτομα από μόνα τους έχουν λίγη ή καθόλου δύναμη να αλλάξουν. Που πιστεύουν ότι αυτή η κίνηση της ανθρωπότητας μέσα στο χρόνο έχει λογική και συνέπεια, και είναι οπότε προβλέψιμη. Που, εν ολίγοις, πιστεύουν ότι η ιστορία έχει κάποιο κρυφό νόημα, που, παρά την απείρως επεισοδιακή πολυμορφία της, δίνει στα πάντα μια συντονισμένη λογική και τα καθορίζει ως ένα πάζλ, με κάθε κομμάτι τοποθετημένο στη σωστή του θέση. Αυτοί οι άνθρωποι είναι, σύμφωνα με τον Popper, ‘ιστορικιστές’.» (Llosa 2008)
Παρά τις λογοτεχνικές υπερβολές όμως του συγγραφέα, ο ιστορικισμός δεν είναι η φιλοσοφία μιας μυστικής σέκτας μαρξιστών μελλοντολόγων. Είτε λόγω της έντονης σχέσης του με τις θρησκείες της δύσης (και του εσχατολογικού τους χαρακτήρα), είτε λόγω της ίδιας της ανθρώπινης φύσης μας που μας οδηγεί ίσως στο να αναζητούμε προβλέψιμα σχήματα ως ερμηνεία των εμπειρικών μας δεδομένων, ο ιστορικισμός αποτελεί ένα καλά εδραιωμένο κομμάτι του πολιτισμού μας – της κοινής μας λογικής, αν προτιμάτε.

Αυτός ο ιστορικισμός, βρίσκεται αναπόφευκτα στον πυρήνα κάθε ολοκληρωτισμού. Και, παρά τη φαινομενική του φιλοσοφική αφέλεια, ευθύνεται σημαντικά για εκατομμύρια νεκρούς, εξόριστους, πρόσφυγες, φυλακισμένους.

Γιατί, αν και μόνο «οι ανόητοι τολμούν να προβλέψουν με απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους ότι συγκεκριμένα πράγματα όντως θα συμβούν στο μέλλον και άλλα όχι» (Medawar 1996), είναι η ανοησία τους αυτή που δημιουργεί το έδαφος για τους κάθε λογής προφήτες/δικτατορίσκους να ‘επιταχύνουν δήθεν’ την αναπόφευκτη πορεία της ιστορίας τερματίζοντας το μέλλον όσων τολμούν να αμφισβητήσουν τη βεβαιότητα αυτή.

Αν και δεν είναι δύσκολο να δείξουμε ότι το σύστημα του κεντρικού σχεδιασμού βρίσκεται στην αρχή της πολύ γλιστερής πλαγιάς προς τον ολοκληρωτισμό, είναι σχεδόν αδύνατο να αρνηθούμε ότι κάθε ολοκληρωτισμός συνοδεύεται από την πλαστή βεβαιότητα ότι η οικονομία, και κατ’ επέκταση κάθε κοινωνική δραστηριότητα, μπορεί – διορθώνω, «οφείλει» – να σχεδιαστεί κεντρικά, για το καλό της εργατικής τάξης, του έθνους, της φυλής, του οικοσυστήματος, του πλανήτη. Και, βέβαια, ο σχεδιασμός του μέλλοντος έχει πάντα ως απαραίτητη προϋπόθεση την προβλεψιμότητα του μέλλοντος, μιας και αν κάτι είναι από τη φύση του απρόβλεπτο είναι αδύνατο να το κατευθύνεις στην κάθε του λεπτομέρεια, όπως φιλοδοξούν οι υπουργοί συντονισμού και οι επιτροπές σχεδιασμού. Η εμπειρία του προηγούμενου αιώνα, πολύ φοβάμαι, δεν υπήρξε αρκετή για να αποτρέψει τους ιστορικιστές της εποχής μας, χρησιμοποιώντας μοντέρνα εργαλεία του πολιτικού μάρκετινγκ, να παρασύρουν τους συνανθρώπους μας σε νέες περιπέτειες κεντρικού σχεδιασμού.

Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης βρίσκεται η φιλελεύθερη παράδοση της δυναμικής εξέλιξης, της ατομικής ευθύνης και της αποκεντρωμένης εξουσίας. Στο χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας, η προσφορά του φιλελευθερισμού στη μάχη κατά του ολοκληρωτισμού εντοπίζεται κυρίως στο έργο των Mises, Ηayek και Popper που, ως σύνολό, καθιστά τον κεντρικό σχεδιασμό φιλοσοφικά εκτεθειμένο και πρακτικά αδύνατο. (Ελπίζω να μου συγχωρείτε αυτή τη μικρή παρένθεση.)

Ο κεντρικός σχεδιασμός, για να έχει νόημα, οφείλει:
  1. να έχει πλήρη εικόνα για τις ανάγκες («στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του») της κοινωνίας, του κάθε πολίτη δηλαδή, [το ‘πρόβλημα της πληροφορίας’]
  2. να μπορεί να υπολογίσει τη βέλτιστη κατανομή των διαθέσιμων πόρων με βάση αυτές τις ανάγκες, [το πρόβλημα του υπολογισμού]
  3. και να μπορεί να προεκτείνει τους υπολογισμούς αυτούς στο μέλλον [το πρόβλημα της προβλεψιμότητας].
Αν έστω κι ένα από τα προβλήματα αυτά αποδειχτεί άλυτο, ο κεντρικός σχεδιασμός – στην ολοκληρωτική του μορφή τουλάχιστο – αποδεικνύεται αδύνατος. Οι Mises-Hayek-Popper κατάφεραν να αποδείξουν ότι και τα τρία προβλήματα δεν έχουν λύση. Ο κεντρικός σχεδιασμός δεν έχει νόημα και κάθε ολοκληρωτισμός είναι απολύτως κενός περιεχομένου – το μόνο που απομένει είναι τα βαρύγδουπα σύμβολα, οι κοκκινόμαυρες στολές και η βαρβαρότητα.

O Hayek (Hayek 1945) κατάφερε να αποδείξει ότι είναι αδύνατο να συγκεντρωθούν όλα τα απαραίτητα δεδομένα – που, παρεμπιπτόντως, μεταβάλλονται διαρκώς – για την επίλυση του οικονομικού προβλήματος σε ένα κεντρικό εγκέφαλο. Η τάση των οικονομολόγων να λησμονούν τη σημασία των συνεχών μικρών μεταβολών που συνθέτουν την εικόνα της οικονομίας είναι αποτέλεσμα της ενασχόλησής τους με στατιστικές αφαιρέσεις που, αν και δίνουν την αίσθηση μερικής σταθερότητας, αγνοούν την κινητικότητα των δεδομένων που κρύβεται από πίσω τους.

Ο Mises δείχνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει οικονομικός υπολογισμός χωρίς ή έξω από το σύστημα των τιμών που η αγορά εξασφαλίζει –η σοσιαλιστική οικονομία παύει να είναι οικονομία. Η πληροφορία διαστρεβλώνεται και ο σχεδιασμός είναι ανέφικτος.

Τέλος, και επιστρέφοντας στο θέμα της σημερινής μας συζήτησης, ο Popper δίνει τη χαριστική βολή στον κεντρικό σχεδιασμό και κάθε μορφή ολοκληρωτικού ουτοπισμού. Δεν μπορεί να υπάρξει πρόβλεψη της ιστορίας. (Popper, The Poverty of Historicism 2002) Οπότε, κάθε προσπάθεια σχεδιασμού και οργάνωσης της ιστορίας είναι αδύνατη. Δεν μπορεί να υπάρξει μηχανική της ιστορίας όταν το μέλλον είναι απρόβλεπτο.

Το επιχείρημα του Popper (Popper, The Open Universe: An Argument for Indeterminism – From «Postscript to the Logic of Scientific Discovery» 1982) είναι εντυπωσιακά απλό – αν και πιθανότατα όχι τόσο απλό όσο αρχικά φαίνεται:
  1. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε, με λογικά ή επιστημονικά μέσα, τη μελλοντική ανάπτυξη της ανθρώπινης γνώσης. (Αν και δεν είναι δύσκολο να πειστεί κανείς για την αλήθεια αυτού του ισχυρισμού, ο Popper προσφέρει και τη λογική απόδειξη του ισχυρισμού στους αναγνώστες του.)
  2. Η πορεία της ανθρώπινης ιστορίας επηρεάζεται έντονα από την ανάπτυξη της ανθρώπινης γνώσης.
  3. Οπότε, δεν μπορούμε να προβλέψουμε την μελλοντική πορεία της ανθρώπινης ιστορίας – τουλάχιστο όχι αυτές τις πλευρές της που επηρεάζονται έντονα από την ανάπτυξη της γνώσης μας.
Ο ιστορικισμός είναι λοιπόν αβάσιμος. Το μέλλον είναι ανοιχτό και κανένας σχεδιαστής, ουτοπιστής, δικτάτορας, δεν μπορεί πια να μας πείσει για το προδιαγεγραμμένο μέλλον μας που οφείλουμε να επιταχύνουμε. Ο επιστήμονας μελλοντολόγος/σχεδιαστής μπορεί να υπάρξει μόνο ως μεταφυσικός προφήτης – δεν αποκλείεται αυτό από την ανάλυση του Popper – δάκτυλος ανώτερης δύναμης έξω και πέρα από την πορεία της ανθρώπινης γνώσης.

Ο ιστορικισμός αποτελεί πιθανότατα μια ακόμη παρενέργεια του μηχανισμού της εξέλιξης. Κι αν δεν υπήρχε η άλλη ‘καταραμένη παρενέργεια’, αυτή του ‘συντηρητισμού’, που μας προφυλάσσει από την αποδοχή ριζοσπαστικών αλλαγών και ουτοπικών λύσεων, θα είχε πιθανά ήδη οδηγήσει στην εξαφάνιση του είδους μας.

Σύμφωνα με τον Popper, το αντίδοτο στον κεντρικό σχεδιασμό είναι η μηχανική της ‘μπουκιάς’ – ένα είδος δηλαδή συντηρητικού εκσυγχρονισμού, που μικρά πολιτικά πειράματα αντικαθιστούν τα μεγαλόπνοα σχέδια και τις ολιστικές προσεγγίσεις. Το επιχείρημα του Popper δεν οδηγεί στην κατάργηση του κράτους ή την άρνηση της οποιασδήποτε παρέμβασης στην οικονομία. Καθιστά όμως αδύνατη την πίστη στον κεντρικό σχεδιασμό και δυσκολεύει έντονα το έργο του υπουργού Εθνικής Οικονομίας όταν οραματίζεται να ‘κατευθύνει την οικονομία’ προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, όπως πολύ συχνά ακούμε. Ο Popper ανοίγει το δρόμο στην αποκέντρωση και τον εκσυγχρονισμό κι αυτή είναι ίσως η μεγάλη προσφορά του στο χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας.


Βιβλιογραφία :
Hayek, Friedrich A. «The Use of Knowledge in Society.» AER, 1945.
Llosa, Mario Vargas. Wellsprings (The Richard Ellmann Lectures in Modern Literature). Harvard University Press, 2008.
Medawar, Peter Brian. The Strange Case of the Spotted Mice and Other Classic Essays on Science: And Other Classic Essays on Science. 5, illustrated. Oxford University Press, 1996.
Mises, Ludwig von. «Economic Calculation In The Socialist Commonwealth.» Στο Collectivist Economic Planning, μοντάζ: F.A. Hayek, 87-130. London: George Routledge & Sons, 1935.
Popper, Karl. The Open Universe: An Argument for Indeterminism – From «Postscript to the Logic of Scientific Discovery». Routledge, 1982.
—. The Poverty of Historicism. 2, reissue, revised, reprint. Routledge, 2002.
—. Unended Quest. 5, illustrated. Routledge, 2002.

Read More...