Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Η Νέα Σύνθεση

Leave a Comment



(Όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Books’ Journal – Τεύχος 20, Ιούνιος 2012)
“Έρχομαι σε αντίθεση με τον εαυτό μου; Πολύ καλά, λοιπόν, έρχομαι σε αντίθεση με τον εαυτό μου. Είμαι μεγάλος – χωράω πλήθη.”
Γουόλτ Γουίτμαν

«Αποδέχομαι ένθερμα το ρητό: ‘καλύτερη είναι η κυβέρνηση που κυβερνά λιγότερο’, και θα ήθελα να το δω να υλοποιείται στην πράξη πιο γρήγορα και συστηματικά.» Έτσι ξεκινά ο Χ.Ντ. Θορώ πριν από 163 χρόνια την ‘Πολιτική Ανυπακοή’ (Thoreau 2001), συνεχίζοντας ακόμη πιο αφοριστικά:
Υλοποιημένο, ανέρχεται τελικά στο εξής, το οποίο επίσης πιστεύω: «η καλύτερη κυβέρνηση είναι αυτή που δεν κυβερνά καθόλου» και όταν οι άνθρωποι θα είναι έτοιμοι για κάτι τέτοιο, αυτό θα είναι το είδος της κυβέρνησης που θα έχουν.
Και κάπου εδώ αρχίζει μάλλον η παρεξήγηση. Όσοι τρέφουμε τη φαντασία μας με πολιτικές αφηγήσεις, πολύ συχνά δεν καταφέρνουμε να αποφύγουμε την παγίδα της αφαιρετικής προβολής: δεν επιτρέπουμε εύκολα στη σκέψη μας να συγκρουστεί με τον εαυτό της, να μεταλλαχθεί και να εξελιχθεί, αλλά προβάλουμε απλά στο χώρο των ιδεών τις προσωπικές μας εμμονές. Έτσι, έχουμε κάποιες φορές την τάση, τρέφοντας τον ενστικτώδη αντικρατισμό μας, να παραβλέπουμε παντελώς τον πιο ρεαλιστή, αλλά και πιο χρήσιμο, Θορώ, των παρακάτω σελίδων της ‘Πολιτικής Ανυπακοής’:
Αλλά για να μιλήσω πρακτικά και ως πολίτης, σε αντίθεση με εκείνους που αποκαλούν τους εαυτούς τους αντι-κυβερνητικούς, δεν ζητώ πάραυτα καμία κυβέρνηση, αλλά μια καλύτερη κυβέρνηση. Ας κάνει ο καθένας γνωστό τι είδους διακυβέρνηση θα κέρδιζε το σεβασμό του και αυτό θα είναι ήδη ένα βήμα προς την επίτευξή της.
Είναι μάλλον συχνό το φαινόμενο, σε περιόδους οικονομικών και πολιτικών κρίσεων, οι πολίτες να αναζητούν καταφύγιο στην ακρότητα. Οι εντάσεις της στιγμής, η αναζήτηση απλοϊκών ερμηνειών εκεί που είναι αδύνατες οι απλές εξηγήσεις, η προσπάθεια (συνειδητή ή ασυνείδητη) κατασκευής (φανταστικών ή πραγματικών) εχθρών, παρασέρνουν συχνά τη σκέψη μας στο χώρο της υπεραπλούστευσης. Κι η υπεραπλούστευση δεν είναι φαινόμενο που περιορίζεται σε ένα μόνο χρώμα του πολιτικού χάρτη.

Αντικρατισμός

Όταν πριν από μερικά χρόνια ξεκίνησε να παίρνει μορφή το κίνημα του Tea Party (Το Κόμμα του Τσαγιού) στις ΗΠΑ, το συνδετικό υλικό των οπαδών του ήταν το μίσος τους για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τις δήθεν «σοσιαλιστικές» πολιτικές του προέδρου Ομπάμα. Η φιλελεύθερη παράδοση, χιλιάδες σελίδες προβληματισμού και φιλοσοφικής αναζήτησης, κατέληξαν να μεταμορφωθούν σε μια αναβίωση ενός προεκλογικού κλισέ: «Η κυβέρνηση δεν είναι η λύση στο πρόβλημά μας. Η κυβέρνηση είναι το ίδιο το πρόβλημα.» Απηχώντας τα λόγια του Ρόναλντ Ρέηγκαν, του κεντρικού ήρωα της μυθολογίας της αμερικανικής Δεξιάς, το κίνημα του Tea Party κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να επανακαθορίσει το χώρο του κλασικού φιλελευθερισμού ως το χώρο του αντικρατισμού και της καχυποψίας για την πολιτική.

«Για να είμαστε δίκαιοι» όμως, όπως γράφει και ο Μπιλ Κλίντον στο τελευταίο του βιβλίο (Clinton 2011), «η αντικυβερνητική πολιτική είναι μαζί μας εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, και ένας υγιείς σκεπτικισμός ενάντια στην κυβέρνηση, καθώς και ο καθορισμός ορίων της κατάχρησής της, είναι απαραίτητα για τη λειτουργία κάθε δημοκρατίας». Κι η φιλελεύθερη σκέψη βρίσκεται στο θεμέλιο αυτού του σκεπτικισμού. Δεν μπορεί όμως να ταυτιστεί με τον απλοϊκό αντικρατισμό. Ο στόχος της φιλελεύθερης προσέγγισης δεν ήταν ποτέ απλά και μόνο η εναντίωση σε καθετί κρατικό, αλλά η ενδυνάμωση της ελευθερίας των ανθρώπων. Κι αυτή ενδέχεται να συμβαδίζει, ή και να εξυπηρετείται καλύτερα σε κάποιες περιπτώσεις, από την στοχευμένη ενίσχυση παρά την αποδυνάμωση του κράτους.

Σε καμία στιγμή της ιστορίας της η φιλελεύθερη παράδοση δεν περιόρισε τους προβληματισμούς της στο μέγεθος του κράτους. Αν και, παρατηρώντας τους σχετικούς δείκτες (The Heritage Foundation n.d.), είναι δύσκολο να παραβλέψουμε τον έντονο στατιστικό συσχετισμό μεταξύ οικονομικής και πολιτικής ελευθερίας από τη μία και μεγέθους του δημόσιου τομέα από την άλλη. Κι αν όντως απαιτείται η σμίκρυνση του τόπου κυβερνητικής δράσης σε αρκετές περιπτώσεις, όπως αυτή της χώρας μας, δεν υπάρχουν φιλελεύθερες φωνές που ζητούν την άμεση κατάργηση του κράτους. (Με την εξαίρεση ίσως μέρους του ιδεολογικού ρεύματος των αναρχοκαπιταλιστών.)

Από τον Άνταμ Σμιθ, μέχρι και το Μίλτον Φρίντμαν, το κράτος όχι μόνο μπορεί να συμβαδίσει με τη λειτουργία της αγοράς, αλλά οφείλει να έχει και ενεργό ρόλο στην εξασφάλιση της συμμετοχής στο παιχνίδι της συναλλαγής για κάθε πολίτη. Όπως σημειώνουν οι Μίχας-Σκάλκος (Τάκης Μίχας 2005), «Ο Milton Friedman έχει επανειλημμένα επισημάνει ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση που να διασφαλίζει σε κάποιον ότι δεν θα βρεθεί εκτός συστήματος αγοράς, κάτι που νομιμοποιεί την ύπαρξη ενός διχτύου ασφαλείας (safety net). Με παρόμοιο σκεπτικό δε, και «με όρους γενικής πρόνοιας με την πραγματική σημασία της λέξης», ο Χάγιεκ (Χάγιεκ 2008 [μετ.]) αποδέχεται ακόμη και το θεσμό των επιχορηγήσεων ως αποδεκτή μορφή πολιτικής πρακτικής:
Οι επιδοτήσεις είναι ένα θεμιτό εργαλείο πολιτικής, όχι ως μέσο αναδιανομής εισοδημάτων, αλλά αποκλειστικά ως μέσο χρήσης της αγοράς για την παροχή των υπηρεσιών εκείνων που δεν μπορούν να περιοριστούν μόνο σε όσους πληρώνουν ατομικά γι’ αυτές.
Διαχωριστικές γραμμές

Αν υπήρχε κάτι που διαχώριζε τη φιλελεύθερη σκέψη από το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα τις προηγούμενες δεκαετίες, αυτό θα μπορούσε μάλλον να επικεντρωθεί στα παρακάτω δύο πεδία: α) το ρόλο της αγοράς στη διαμόρφωση λειτουργικών θεσμών και προϋποθέσεων ανάπτυξης, καθώς και β) την ερμηνεία της έννοιας της ισότητας ως βασική προϋπόθεση της δημοκρατίας.

Ιδιαίτερα για το ζήτημα του κεντρικού σχεδιασμού και της άρνησης του ρόλου της αγοράς, ο Χάγιεκ (Χάγιεκ 2008 [μετ.]) υπήρξε εξαιρετικά αυστηρός:
Όσοι πιστεύουν ότι όλοι οι χρήσιμοι θεσμοί είναι σχεδιασμένες επινοήσεις και αδυνατούν να συλλάβουν κάτι που εξυπηρετεί ένα ανθρώπινο σκοπό χωρίς να έχει σχεδιαστεί συνειδητά, είναι σχεδόν εκ των πραγμάτων εχθροί της ελευθερίας. Γι αυτούς ελευθερία σημαίνει χάος.
Στον ίδιο τόνο, ο Φρίντμαν (Friedman 1982) αρνείται την έννοια της ισότητας ως στόχο ή αιτιολόγηση οποιασδήποτε πολιτικής πρακτικής:
Ο φιλελεύθερος κάνει τον έντονο διαχωρισμό μεταξύ ισότητας δικαιωμάτων και ισότητας ευκαιριών, από τη μία μεριά, και ισότητας υλικών αγαθών από την άλλη. Μπορεί να χαιρετίσει το γεγονός ότι μια ελεύθερη κοινωνία έχει την τάση να κατευθύνεται προς μεγαλύτερη ισότητα υλικών αγαθών, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη που έχει δοκιμαστεί. Αλλά θα το θεωρήσει αυτό ως ένα επιθυμητό υποπροϊόν μιας ελεύθερης κοινωνίας, κι όχι την κυριότερη αιτιολόγησή της.  
Ωστόσο, οι διαχωριστικές γραμμές αυτές του παρελθόντος φαίνεται πια να ξεθωριάζουν σε κάποια τμήματά τους. Η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία έχει πλέον αποδεχτεί το ρόλο της αγοράς στην κοινωνική εξέλιξη και δεν περιορίζει πια τους προβληματισμούς της στις αρμοδιότητες του κεντρικού σχεδιαστή. Αποδέχεται ότι κρατική παρέμβαση χρειάζεται μόνο εκεί που η αγορά δεν μπορεί να οδηγήσει στις αποδοτικότερες λύσεις. Μετατρέποντας έτσι τη συζήτηση σε τεχνική, από καθαρά ιδεολογικού χαρακτήρα. Χαρακτηριστικά, στο ίδιο βιβλίο που αναφέρω πιο πάνω (Clinton 2011), ο Μπιλ Κλίντον περηφανεύεται για τα επιτεύγματά του στον περιορισμό του ομοσπονδιακού κράτους των ΗΠΑ, χωρίς ποτέ να αρνηθεί τις σοσιαλδημοκρατικές του καταβολές:
[…] κατά τη διάρκεια της θητείας μου είχαμε τέσσερις πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και αρχίσαμε να ξεπληρώνουμε το δημόσιο χρέος. Καταργήσαμε δεκαέξι χιλιάδες σελίδες ομοσπονδιακών ρυθμίσεων. Μειώσαμε τους φόρους στη μεσαία τάξη, τις εργαζόμενες οικογένειες με περιορισμένους πόρους, καθώς και το εισόδημα από κεφαλαιακά κέρδη. Μειώσαμε τα επιδόματα πρόνοιας κατά περίπου 60%. Μειώσαμε το ομοσπονδιακό εργατικό δυναμικό στο χαμηλότερο επίπεδό τους από το 1960, όταν ο Dwight Eisenhower ήταν πρόεδρος, και το χαμηλότερο ποσοστό του σε σχέση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού από το 1933. 
Παρομοίως, ο Ρόναλντ Ντουόρκιν (Dworkin 2010 [μετ.]), ένας από τους σημαντικότερους διανοητές της φιλελεύθερης πτέρυγας των σοσιαλδημοκρατών, φαίνεται να υποβαθμίζει την ισότητα ως στόχο και την περιορίζει μόνο ως αξία στο πεδίο της ίσης αντιμετώπισης και κρατικής μέριμνας.
[…] η κοινωνία δεν μπορεί να αναλάβει να αποκαταστήσει την ισότητα μεταξύ μας χωρίς να καταστρέψει εξ ολοκλήρου τον θεσμό των οικονομικών επενδύσεων και, μαζί με αυτόν, και την οικονομία. Αν κανείς από εμάς τελικά δεν κερδίζει ή χάνει από τις επενδυτικές του επιλογές, οι επιλογές μας είναι δίχως νόημα, και θα σταματήσουμε να τις κάνουμε.
Η Νέα Σύνθεση

Δεν είναι όμως μόνο οι διαχωριστικές γραμμές στο πεδίο της πολιτικής δράσης που ξεθωριάζουν και μετατοπίζονται. Ο ίδιος ο χώρος των ιδεών και της πολιτικής φιλοσοφίας φαίνεται να μεταλλάσσεται, τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς εμπλουτίζεται από τα νέα θεωρητικά εργαλεία που έχουμε πλέον στη διάθεσή μας: μαθηματικά μοντέλα από την επιστήμη της πολυπλοκότητας, μέθοδοι ανάλυσης και σχεδιασμού κοινωνικών δικτύων, νέες κατευθύνσεις των εξελικτικών οικονομικών, θεωρίες μη-παρεμβατικού πατερναλισμού, η οικονομική ανάλυση του Δικαίου. Οι πολιτικές σταθερές των προηγούμενων αιώνων επανεξετάζονται, επανατοποθετούνται και δημιουργούνται νέες συνθέσεις.

Εκεί που με ευκολία μπορούσαμε, λίγες μόνο δεκαετίες πριν, να διαχωρίσουμε τις ‘φιλελεύθερες’ από τις ‘σοσιαλδημοκρατικές’ πρακτικές, αυτό είναι πια συχνά αδύνατο ή και ανόητο. Όταν οι αντιθέσεις στο χώρο των αξιών έχουν σχεδόν εκμηδενιστεί, αυτό που απομένει είναι η επίλυση τεχνικών ζητημάτων και όχι πια μια σύγκρουση ιδεολογιών. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ήρθε το τέλος της ιστορίας ή ότι έχουν πλέον απαντηθεί όλα τα πολιτικά ερωτήματα. Κάθε άλλο. Σημαίνει απλώς ότι το πολιτικό τοπίο αναδιαμορφώνεται, τα ιδεολογικά ρεύματα μετατοπίζονται και δημιουργούνται νέες εξελικτικές πορείες. Μένει να δούμε που θα σταθεροποιηθεί η εικόνα, αν ποτέ σταθεροποιηθεί. Μέχρι τότε όμως, μπορούμε απλά να απολαύσουμε τον πειραματισμό και το φιλοσοφικό παιχνίδι.


Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Clinton, Bill. Back to Work: Why We Need Smart Government for a Strong Economy. Knopf, 2011.
  • Dworkin, Ronald. H αμερικανική δημοκρατία σε κίνδυνο. Πόλις, 2010 [μετ.].
  • Friedman, Milton. Capitalism and Freedom. University of Chicago Press; 2 edition, 1982.
  • The Heritage Foundation. 2012 Index of Economic Freedom. n.d. http://www.heritage.org/index/default.
  • Thoreau, Henry David. Henry David Thoreau : Collected Essays and Poems. Library of America, 2001.
  • Τάκης Μίχας, Δημήτρης Σκάλκος. Φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία. Ελάτη, 2005.
  • Χάγιεκ, Φρίντριχ Α. Το σύνταγμα της ελευθερίας. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008 [μετ.].
Read More...

Η ένδεια του ιστορικισμού

Leave a Comment


Βιέννη, καλοκαίρι του 1919. O Karl Popper, νεαρός κομουνιστής, παρακολουθεί τρομοκρατημένος τη βαρβαρότητα της αστυνομίας που πυροβολεί το άοπλο πλήθος με αποτέλεσμα το θάνατο νεαρών σοσιαλιστών και κομουνιστών εργατών. Οι πυροβολισμοί ξεσπάνε όταν, με την υποκίνηση των κομουνιστών, η διαδήλωση μετατρέπεται σε προσπάθεια απελευθέρωσης μιας ομάδας συντρόφων τους από τα κρατητήρια του κεντρικού αστυνομικού τμήματος της πόλης. Ο Popper, μόλις 17 ετών, αισθάνεται ότι, ως Μαρξιστής, φέρει μέρος της ευθύνης για την τραγωδία – «τουλάχιστον επί της αρχής» – μιας και η θεωρία που υποστήριζε απαιτούσε την εντατικοποίηση της πάλης των τάξεων ώστε να επιταχυνθεί ο ερχομός του σοσιαλισμού. (Popper, Unended Quest 2002)

Ο Popper εγκαταλείπει το Μαρξισμό και βάζει στόχο τη σε βάθος μελέτη και διάψευση του δήθεν επιστημονικού χαρακτήρα του – όπως τουλάχιστο γινόταν τότε αντιληπτός από τους Μαρξιστές μελετητές κι ακτιβιστές. Το αποτέλεσμα αυτής της μελέτης είναι ένα μικρό στριφνό βιβλιαράκι με τον τίτλο ‘Η Ένδεια του Ιστορικισμού’, καθώς και το ‘Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της’ – το magnum opus του Popper στο χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας.


Αν και ο τίτλος της σημερινής συζήτησης αναφέρεται μόνο στην ‘Ένδεια’, η πρόθεσή μου ήταν να συζητήσουμε όχι μόνο την Ένδεια – ούτε καν όλη την Ένδεια – αλλά το επιχείρημα του Popper κατά του ιστορικισμού. Επιχείρημα που στην αρχική του μορφή παρουσιάστηκε όντως ως Ένδεια του Ιστορικισμού’, ανάπτυξη του οποίου είναι και το ‘Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της’, και που παίρνει την τελική του μορφή σε έναν από τους τόμους-υστερόγραφα του ‘Logic of Scientific Discovery’.
Για πιο πράγμα όμως μιλάμε; Ποιος είναι αυτός ο ιστορικισμός που προσπαθεί να αντιμετωπίσει ο Popper; Ο ίδιος ο Popper, πάντα απολύτως τίμιος με τους αντιπάλους του, ξοδεύει ένα μεγάλο μέρος της ‘Ένδειας’ προσπαθώντας να περιγράψει με όσο πιο ολοκληρωμένο τρόπο γίνεται τη στάση του ιστορικισμού. Ο λατινοαμερικάνος συγγραφέας Mario Vargas Llosa από την άλλη, λιγότερο ίσως έντιμος, το ίδιο όμως εύστοχος, αναφέρει:
«Αυτοί που νομίζουν ότι η ιστορία της ανθρωπότητας είναι «γραμμένη» πριν συμβεί, ότι αποτελεί την παράσταση ενός προϋπάρχοντος λιμπρέτου, σχεδιασμένου από το Θεό, τη φύση, την ανάπτυξη της λογικής, ή της τάξης των πάλεων και των μέσων παραγωγής. Που πιστεύουν ότι η ζωή είναι μια δύναμη ή ένας κοινωνικός και οικονομικός μηχανισμός που τα άτομα από μόνα τους έχουν λίγη ή καθόλου δύναμη να αλλάξουν. Που πιστεύουν ότι αυτή η κίνηση της ανθρωπότητας μέσα στο χρόνο έχει λογική και συνέπεια, και είναι οπότε προβλέψιμη. Που, εν ολίγοις, πιστεύουν ότι η ιστορία έχει κάποιο κρυφό νόημα, που, παρά την απείρως επεισοδιακή πολυμορφία της, δίνει στα πάντα μια συντονισμένη λογική και τα καθορίζει ως ένα πάζλ, με κάθε κομμάτι τοποθετημένο στη σωστή του θέση. Αυτοί οι άνθρωποι είναι, σύμφωνα με τον Popper, ‘ιστορικιστές’.» (Llosa 2008)
Παρά τις λογοτεχνικές υπερβολές όμως του συγγραφέα, ο ιστορικισμός δεν είναι η φιλοσοφία μιας μυστικής σέκτας μαρξιστών μελλοντολόγων. Είτε λόγω της έντονης σχέσης του με τις θρησκείες της δύσης (και του εσχατολογικού τους χαρακτήρα), είτε λόγω της ίδιας της ανθρώπινης φύσης μας που μας οδηγεί ίσως στο να αναζητούμε προβλέψιμα σχήματα ως ερμηνεία των εμπειρικών μας δεδομένων, ο ιστορικισμός αποτελεί ένα καλά εδραιωμένο κομμάτι του πολιτισμού μας – της κοινής μας λογικής, αν προτιμάτε.

Αυτός ο ιστορικισμός, βρίσκεται αναπόφευκτα στον πυρήνα κάθε ολοκληρωτισμού. Και, παρά τη φαινομενική του φιλοσοφική αφέλεια, ευθύνεται σημαντικά για εκατομμύρια νεκρούς, εξόριστους, πρόσφυγες, φυλακισμένους.

Γιατί, αν και μόνο «οι ανόητοι τολμούν να προβλέψουν με απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους ότι συγκεκριμένα πράγματα όντως θα συμβούν στο μέλλον και άλλα όχι» (Medawar 1996), είναι η ανοησία τους αυτή που δημιουργεί το έδαφος για τους κάθε λογής προφήτες/δικτατορίσκους να ‘επιταχύνουν δήθεν’ την αναπόφευκτη πορεία της ιστορίας τερματίζοντας το μέλλον όσων τολμούν να αμφισβητήσουν τη βεβαιότητα αυτή.

Αν και δεν είναι δύσκολο να δείξουμε ότι το σύστημα του κεντρικού σχεδιασμού βρίσκεται στην αρχή της πολύ γλιστερής πλαγιάς προς τον ολοκληρωτισμό, είναι σχεδόν αδύνατο να αρνηθούμε ότι κάθε ολοκληρωτισμός συνοδεύεται από την πλαστή βεβαιότητα ότι η οικονομία, και κατ’ επέκταση κάθε κοινωνική δραστηριότητα, μπορεί – διορθώνω, «οφείλει» – να σχεδιαστεί κεντρικά, για το καλό της εργατικής τάξης, του έθνους, της φυλής, του οικοσυστήματος, του πλανήτη. Και, βέβαια, ο σχεδιασμός του μέλλοντος έχει πάντα ως απαραίτητη προϋπόθεση την προβλεψιμότητα του μέλλοντος, μιας και αν κάτι είναι από τη φύση του απρόβλεπτο είναι αδύνατο να το κατευθύνεις στην κάθε του λεπτομέρεια, όπως φιλοδοξούν οι υπουργοί συντονισμού και οι επιτροπές σχεδιασμού. Η εμπειρία του προηγούμενου αιώνα, πολύ φοβάμαι, δεν υπήρξε αρκετή για να αποτρέψει τους ιστορικιστές της εποχής μας, χρησιμοποιώντας μοντέρνα εργαλεία του πολιτικού μάρκετινγκ, να παρασύρουν τους συνανθρώπους μας σε νέες περιπέτειες κεντρικού σχεδιασμού.

Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης βρίσκεται η φιλελεύθερη παράδοση της δυναμικής εξέλιξης, της ατομικής ευθύνης και της αποκεντρωμένης εξουσίας. Στο χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας, η προσφορά του φιλελευθερισμού στη μάχη κατά του ολοκληρωτισμού εντοπίζεται κυρίως στο έργο των Mises, Ηayek και Popper που, ως σύνολό, καθιστά τον κεντρικό σχεδιασμό φιλοσοφικά εκτεθειμένο και πρακτικά αδύνατο. (Ελπίζω να μου συγχωρείτε αυτή τη μικρή παρένθεση.)

Ο κεντρικός σχεδιασμός, για να έχει νόημα, οφείλει:
  1. να έχει πλήρη εικόνα για τις ανάγκες («στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του») της κοινωνίας, του κάθε πολίτη δηλαδή, [το ‘πρόβλημα της πληροφορίας’]
  2. να μπορεί να υπολογίσει τη βέλτιστη κατανομή των διαθέσιμων πόρων με βάση αυτές τις ανάγκες, [το πρόβλημα του υπολογισμού]
  3. και να μπορεί να προεκτείνει τους υπολογισμούς αυτούς στο μέλλον [το πρόβλημα της προβλεψιμότητας].
Αν έστω κι ένα από τα προβλήματα αυτά αποδειχτεί άλυτο, ο κεντρικός σχεδιασμός – στην ολοκληρωτική του μορφή τουλάχιστο – αποδεικνύεται αδύνατος. Οι Mises-Hayek-Popper κατάφεραν να αποδείξουν ότι και τα τρία προβλήματα δεν έχουν λύση. Ο κεντρικός σχεδιασμός δεν έχει νόημα και κάθε ολοκληρωτισμός είναι απολύτως κενός περιεχομένου – το μόνο που απομένει είναι τα βαρύγδουπα σύμβολα, οι κοκκινόμαυρες στολές και η βαρβαρότητα.

O Hayek (Hayek 1945) κατάφερε να αποδείξει ότι είναι αδύνατο να συγκεντρωθούν όλα τα απαραίτητα δεδομένα – που, παρεμπιπτόντως, μεταβάλλονται διαρκώς – για την επίλυση του οικονομικού προβλήματος σε ένα κεντρικό εγκέφαλο. Η τάση των οικονομολόγων να λησμονούν τη σημασία των συνεχών μικρών μεταβολών που συνθέτουν την εικόνα της οικονομίας είναι αποτέλεσμα της ενασχόλησής τους με στατιστικές αφαιρέσεις που, αν και δίνουν την αίσθηση μερικής σταθερότητας, αγνοούν την κινητικότητα των δεδομένων που κρύβεται από πίσω τους.

Ο Mises δείχνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει οικονομικός υπολογισμός χωρίς ή έξω από το σύστημα των τιμών που η αγορά εξασφαλίζει –η σοσιαλιστική οικονομία παύει να είναι οικονομία. Η πληροφορία διαστρεβλώνεται και ο σχεδιασμός είναι ανέφικτος.

Τέλος, και επιστρέφοντας στο θέμα της σημερινής μας συζήτησης, ο Popper δίνει τη χαριστική βολή στον κεντρικό σχεδιασμό και κάθε μορφή ολοκληρωτικού ουτοπισμού. Δεν μπορεί να υπάρξει πρόβλεψη της ιστορίας. (Popper, The Poverty of Historicism 2002) Οπότε, κάθε προσπάθεια σχεδιασμού και οργάνωσης της ιστορίας είναι αδύνατη. Δεν μπορεί να υπάρξει μηχανική της ιστορίας όταν το μέλλον είναι απρόβλεπτο.

Το επιχείρημα του Popper (Popper, The Open Universe: An Argument for Indeterminism – From «Postscript to the Logic of Scientific Discovery» 1982) είναι εντυπωσιακά απλό – αν και πιθανότατα όχι τόσο απλό όσο αρχικά φαίνεται:
  1. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε, με λογικά ή επιστημονικά μέσα, τη μελλοντική ανάπτυξη της ανθρώπινης γνώσης. (Αν και δεν είναι δύσκολο να πειστεί κανείς για την αλήθεια αυτού του ισχυρισμού, ο Popper προσφέρει και τη λογική απόδειξη του ισχυρισμού στους αναγνώστες του.)
  2. Η πορεία της ανθρώπινης ιστορίας επηρεάζεται έντονα από την ανάπτυξη της ανθρώπινης γνώσης.
  3. Οπότε, δεν μπορούμε να προβλέψουμε την μελλοντική πορεία της ανθρώπινης ιστορίας – τουλάχιστο όχι αυτές τις πλευρές της που επηρεάζονται έντονα από την ανάπτυξη της γνώσης μας.
Ο ιστορικισμός είναι λοιπόν αβάσιμος. Το μέλλον είναι ανοιχτό και κανένας σχεδιαστής, ουτοπιστής, δικτάτορας, δεν μπορεί πια να μας πείσει για το προδιαγεγραμμένο μέλλον μας που οφείλουμε να επιταχύνουμε. Ο επιστήμονας μελλοντολόγος/σχεδιαστής μπορεί να υπάρξει μόνο ως μεταφυσικός προφήτης – δεν αποκλείεται αυτό από την ανάλυση του Popper – δάκτυλος ανώτερης δύναμης έξω και πέρα από την πορεία της ανθρώπινης γνώσης.

Ο ιστορικισμός αποτελεί πιθανότατα μια ακόμη παρενέργεια του μηχανισμού της εξέλιξης. Κι αν δεν υπήρχε η άλλη ‘καταραμένη παρενέργεια’, αυτή του ‘συντηρητισμού’, που μας προφυλάσσει από την αποδοχή ριζοσπαστικών αλλαγών και ουτοπικών λύσεων, θα είχε πιθανά ήδη οδηγήσει στην εξαφάνιση του είδους μας.

Σύμφωνα με τον Popper, το αντίδοτο στον κεντρικό σχεδιασμό είναι η μηχανική της ‘μπουκιάς’ – ένα είδος δηλαδή συντηρητικού εκσυγχρονισμού, που μικρά πολιτικά πειράματα αντικαθιστούν τα μεγαλόπνοα σχέδια και τις ολιστικές προσεγγίσεις. Το επιχείρημα του Popper δεν οδηγεί στην κατάργηση του κράτους ή την άρνηση της οποιασδήποτε παρέμβασης στην οικονομία. Καθιστά όμως αδύνατη την πίστη στον κεντρικό σχεδιασμό και δυσκολεύει έντονα το έργο του υπουργού Εθνικής Οικονομίας όταν οραματίζεται να ‘κατευθύνει την οικονομία’ προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, όπως πολύ συχνά ακούμε. Ο Popper ανοίγει το δρόμο στην αποκέντρωση και τον εκσυγχρονισμό κι αυτή είναι ίσως η μεγάλη προσφορά του στο χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας.


Βιβλιογραφία :
Hayek, Friedrich A. «The Use of Knowledge in Society.» AER, 1945.
Llosa, Mario Vargas. Wellsprings (The Richard Ellmann Lectures in Modern Literature). Harvard University Press, 2008.
Medawar, Peter Brian. The Strange Case of the Spotted Mice and Other Classic Essays on Science: And Other Classic Essays on Science. 5, illustrated. Oxford University Press, 1996.
Mises, Ludwig von. «Economic Calculation In The Socialist Commonwealth.» Στο Collectivist Economic Planning, μοντάζ: F.A. Hayek, 87-130. London: George Routledge & Sons, 1935.
Popper, Karl. The Open Universe: An Argument for Indeterminism – From «Postscript to the Logic of Scientific Discovery». Routledge, 1982.
—. The Poverty of Historicism. 2, reissue, revised, reprint. Routledge, 2002.
—. Unended Quest. 5, illustrated. Routledge, 2002.

Read More...