Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Τζόζεφ, όπως Τζόζεφ Κόνραντ – Άντον, όπως Άντον Τσέχωφ

Leave a Comment


Σχόλιο για το βιβλίο ‘Τζόζεφ Άντον’, του Σαλμάν Ρουσντί. (Όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Books’ Journal – Τεύχος 24, Οκτώβριος 2012)

Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που περνάει από το μυαλό του όταν μαθαίνει ότι ένας φανατικός θρησκευτικός ηγέτης τον είχε καταδικάσει σε θάνατο; «Είμαι νεκρός. Αναρωτήθηκε πόσες μέρες τού απέμεναν να ζήσει και σκέφτηκε πως η απάντηση πιθανότατα ήταν κάποιος μονοψήφιος αριθμός.» Το ασυγχώρητο έγκλημά του είναι η συγγραφή ενός βιβλίου. Λέξεις στο χαρτί. Τίποτα περισσότερο. Ένα μυθιστόρημα που ο αυτόκλητος δικαστής του δεν είχε πιθανά καν διαβάσει. Και βλέπει τον κόσμο του να «καταρρέει ολόγυρά του» και να περνά τα επόμενα εννιά χρόνια της ζωής του κυνηγημένος από παρανοϊκούς δολοφόνους και οργισμένα πλήθη. 

14 Φεβρουαρίου 1989: Ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης του Ιράν, καταδικάζει τον Σαλμάν Ρούσντι σε θάνατο:
«Ενημερώνω τον περήφανο μουσουλμανικό λαό όλου του κόσμου ότι ο συγγραφέας του βιβλίου των Σατανικών Στίχων, το οποίο είναι εναντίον του Ισλάμ, του Προφήτη και του Κορανίου, καθώς και όσοι συμμετείχαν στην έκδοσή του και γνωρίζουν το περιεχόμενό του, καταδικάζονται σε θάνατο. Ζητώ από όλους τους μουσουλμάνους να τους εκτελέσουν όπου τους βρουν.»

Δεν είναι λοιπόν παράξενο που όταν αποφασίζει να γράψει γι αυτή την περίοδο της ζωής του αναζητά κάποια απόσταση ασφαλείας. Το ‘Τζόζεφ Άντον’ είναι η ιστορία του Σαλμάν Ρουστί γραμμένη από τον ίδιο σε τρίτο πρόσωπο, ως κάτι που έχει συμβεί σε κάποιον άλλο. Ως μια αλλόκοτη ιστορία φαντασίας για έναν συγγραφέα που ένα του μυθιστόρημα προκαλεί την οργή του αρχηγού μιας θρησκευτικής σέχτας, οδηγεί τον ίδιο σε μια ζωή κινητής εξορίας και περισσότερους από πενήντα συνανθρώπους του στο θάνατο. 

Αυτό που συχνά ξεχνάμε είναι ότι η ελευθερία της έκφρασης δεν μπορεί να περιορίζεται στο βολικό λόγο – το λόγο που χαϊδεύει τα πλήθη και χειροκροτείται από τις πλειοψηφίες. Αυτός ο λόγος δεν χρειάζεται την προστασία μας. Ξεχνάμε ότι η ελευθερία της έκφρασης έχει νόημα μονάχα αν περιλαμβάνει και το λόγο που προσβάλει, το λόγο που ξεπερνά τις αντοχές μας. Αν η προσβολή κάποιας ομάδας, με οποιοδήποτε πρόσχημα, θεωρηθεί αρκετή ώστε να οδηγήσει στον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου, τότε κανένας λόγος δεν μπορεί να επιβιώσει. Δεν υπάρχει τίποτα απολύτως (τίποτα που να έχει κάποια σημασία τουλάχιστο) που να μην προσβάλει τις απόψεις, τις ιδέες ή τα πιστεύω κάποιου ανθρώπου, ή κάποιας ομάδας. Αν επιτρέπαμε όμως στην «προσβολή» να καθορίσει τα όρια της έκφρασής μας, πολύ σύντομα θα έπρεπε να αποχαιρετίσουμε κάθε μορφή τέχνης, κάθε είδους επιστήμη, κάθε ελπίδα διαλόγου.

Ο Μίλαν Κούντερα έγραφε παλαιότερα ότι «από την όλη θλιβερή ιστορία το πιο θλιβερό δεν είναι η ετυμηγορία του Χομεϊνί (που απορρέει από μιαν αποτρόπαιη αλλά συνεπή λογική), είναι η ανικανότητα της Ευρώπης να υπερασπιστεί και να εξηγήσει (να εξηγήσει υπομονετικά στον εαυτό της και στους άλλους) την κατεξοχήν, ευρωπαϊκή τέχνη, την τέχνη του μυθιστορήματος• μ’ άλλα λόγια, να εξηγήσει και να υπερασπιστεί τον δικό της πολιτισμό. Τα ‘τέκνα του μυθιστορήματος’ εγκατέλειψαν την τέχνη που τα διαμόρφωσε. Η Ευρώπη, η ‘κοινωνία του μυθιστορήματος’, εγκατέλειψε η ίδια τον εαυτό της.» 

Όπως κι ο Κούντερα, ο Ρουσντί δεν εντυπωσιάζεται τόσο από τη στάση της «ομάδας του Θεού», ή τη μανία του πλήθους που την ακολουθεί, όσο από τον σχετικιστικό κυνισμό των συναδέλφων του. («Εξίσου καταθλιπτικές με την ισλαμική εκστρατεία ήταν οι επιθέσεις από τα αριστερά.») Το έργο του μετατρέπεται σε «προσβολή» κι ο Ρουσντί μεταμορφώνεται σε σατανικό προβοκάτορα που στρέφεται ενάντια στο μουσουλμανικό λαό. 
«Του πήρε περισσότερα από τέσσερα χρόνια για να γράψει το βιβλίο. Αργότερα, όταν κάποιοι επιχείρησαν να το υποβιβάσουν στο επίπεδο μιας «προσβολής», εκείνος ήθελε να απαντήσει, Μπορώ να προσβάλω μέσα σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα. Όμως δεν προκάλεσε εντύπωση στους αντίπαλούς του το γεγονός ότι ένας σοβαρός συγγραφέας θα διέθετε το ένα δέκατο της ζωής του δημιουργώντας κάτι τόσο χοντροκομμένο όσο μια προσβολή. Αυτό συνέβη επειδή αρνούταν να τον θεωρήσουν σοβαρό συγγραφέα. Προκειμένου να επιτεθούν στον ίδιο και στο έργο του, ήταν απαραίτητο να τον παρουσιάσουν σαν έναν κακό άνθρωπο, έναν αποστάτη, έναν προδότη, έναν ανέντιμο κυνηγό φήμης και πλούτου, έναν οπορτουνιστή με ανάξιο λόγου έργο, έναν άνθρωπο που είχε «επιτεθεί στο Ισλάμ» με μόνο στόχο το προσωπικό όφελος. Αυτό ήταν το νόημα της συχνά επαναλαμβανόμενης φράσης: Το έκανε εσκεμμένα. 
Μα εννοείται ότι το έκανε εσκεμμένα. Πως θα μπορούσε να γράψει κανείς διακόσιες πενήντα χιλιάδες λέξεις τυχαία;»

Με την ιστορία των Σατανικών Στίχων επιτρέψαμε να παρασυρθούμε σε μια περιπέτεια χωρίς ορατό τέλος. Πριν από λίγα χρόνια, η όλη παράνοια της «προσβολής» επαναλήφθηκε με αφορμή τα λεγόμενα «σκίτσα του Μωάμεθ». Σήμερα, ζούμε τον παραλογισμό της θρησκευτικής βίας να κλιμακώνεται ξανά με αφορμή μια κακοφτιαγμένη ταινία στο youtube. Μια ταινία που θα περνούσε παντελώς απαρατήρητη αν δεν την είχε φέρει στην επιφάνεια ο δήθεν εξοργισμένος όχλος με τη δολοφονική του μανία. Κάθε φορά που κάποιος σηκώσει την κάρτα της «προσβολής», κρυβόμαστε μουδιασμένα πίσω από την ασφάλεια του σχετικισμού: για κάποιον παράξενο λόγο, δεν ευθύνεται ο παρανοϊκός δολοφόνος, αλλά αυτός που πρόσβαλε τα ευαίσθητα αισθήματά του.  

20 Σεπτεμβρίου 2012: η εφημερίδα Η ΑΥΓΗ, με αφορμή την έκδοση του ‘Τζόζεφ Άντον’, φαίνεται να επιμένει ότι η ιστορία των Σατανικών Στίχων δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα διαφημιστικό κόλπο του οπορτουνιστή Ρουσντί. 
«έβλεπε τη φήμη αλλά και τις μετοχές του στο εκδοτικό χρηματιστήριο και τη βιομηχανία του θεάματος να εκτινάσσονται σε ύψη που ούτε είχε φανταστεί. Αναμφίβολα φοβήθηκε, ένιωσε την ανασφάλεια του διωγμού, έζησε μια περιπέτεια, αυτή που περιγράφει αρκούντως γλαφυρά στο ανά χείρας αυτοβιογραφικό βιβλίο του. Ωστόσο, ήταν ο άνθρωπος που "βρέθηκε στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή", καθώς κατόρθωσε να μετατρέψει εκείνον τον απειλητικό φετφά σε "πρώτο λαχνό" του λαχείου. [...] Κατά "σατανική" σύμπτωση το βιβλίο του Ρούσντι κυκλοφορεί την ώρα που ο αραβικός και μουσουλμανικός κόσμος εκφράζει την οργή του για μια ταινία που θεωρεί ότι προσβάλλει τη θρησκευτική του πίστη.»

Κατά «σατανική» όντως σύμπτωση, η αντίδραση του θρησκευτικού φονταμενταλισμού παραμένει η ίδια κι ο αριθμός των θυμάτων αυξάνεται. Με μόνη αφορμή μερικές λέξεις στο χαρτί, μερικές εικόνες στο διαδίκτυο. Τίποτα περισσότερο. 

Κλίνοντας το ‘Τζόζεφ Άντον’, ο συγγραφέας αναρωτιέται αν η μάχη γύρω από τους Σατανικούς Στίχους είχε καταλήξει σε νίκη ή σε ήττα. «Η κυκλοφορία του βιβλίου δεν είχε εμποδιστεί, ούτε και ο συγγραφέας του εμποδιζόταν να γράφει, μα οι νεκροί δεν έπαυαν να είναι νεκροί – ενώ είχε δημιουργηθεί και ένα κλίμα φόβου που δυσκόλευε τη δημοσίευση βιβλίων όπως το δικό του ή ακόμη και τη συγγραφή τους.» Κι είναι αυτή ακριβώς η αμέλειά μας να αντιστρατευτούμε αυτό το «κλίμα φόβου» που δημιουργεί το χώρο της βίας. Ορίζοντας ως Βλασφημία το ‘κάποιος είπε κάτι που δεν μου άρεσε’, σπρώχνουμε τον πολιτισμό μας στην παρακμή της σιωπής. 

Υποπτεύομαι ότι ούτε κι ο Χομεϊνί περίμενε ότι η φετβά του θα οδηγούσε σε αυτή την απροσδόκητη επιτυχία: κανείς συγγραφέας δεν θα σταθεί πια μπροστά στο χαρτί χωρίς να έχει στο μυαλό του την απειλή της «προσβολής».

Read More...