[Christopher Hitchens, Arguably: Essays by Christopher Hitchens, Twelve, 2011, 978-1455502776]
Στα 52 της χρόνια, κουρασμένη από το γάμο της με τον απόμακρο και λιτό «κυβερνήτη» (ο πατέρας του, Erik Hitchens, ήταν αξιωματικός του Βρετανικού ναυτικού), η μητέρα του Yvonne βρίσκεται στην αγκαλιά του νέου της συντρόφου Timothy Bryan που την παρασέρνει στο μυστικιστικό κόσμο του Maharishi Mahesh Yogi και, εντέλει, στην αυτοκτονία σε ένα ξενοδοχείο των Αθηνών.
Ο Christopher Hitchens, μόλις 24 ετών και συντάκτης για το περιοδικό New Statesman, βρίσκεται στην Αθήνα για να αναγνωρίσει και να παραλάβει το πτώμα της μητέρας του. Ήταν Νοέμβρης του 1973, λίγες μόνο μέρες μετά την βίαιη επέμβαση των τανκς στο πολυτεχνείο και την «απροκάλυπτη σφαγή των άμαχων διαδηλωτών κατά της χούντας» στους δρόμους της πόλης. Ο ιατροδικαστής δε της υπόθεσης της μητέρας του, Καψάσκης, ήταν ο ίδιος που είχε καταθέσει ότι δεν ήταν η μυστική αστυνομία που σκότωσε το Γρηγόρη Λαμπράκη, αλλά ότι ο θάνατός του ήταν αποτέλεσμα ατυχήματος (έπεσε κατά λάθος χτυπώντας το κεφάλι του στο πεζοδρόμιο). Ο Hitchens αναγνώρισε το όνομα από την ταινία ‘Ζ’ του Κώστα Γαβρά, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία εκείνη την εποχή σε όλη την Ευρώπη. Κι έτσι, η τραγική ιστορία της μητέρας του κατέληξε σε ένα μακροσκελές άρθρο για τη δικτατορία στην Ελλάδα. Όπως θα γράψει και αργότερα, ο διαχωρισμός ανάμεσα στην προσωπική και τη δημόσια ζωή του δεν υπήρξε ποτέ αρκετά ξεκάθαρος.
Δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να υποτιμήσω το ταλέντο του, ούτε να υπονοήσω ότι η μετέπειτα καριέρα του στη δημοσιογραφία και την πολιτική λογοτεχνία υπήρξε αποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων ή οικογενειακών κατάλοιπων. Κάποιες φορές όμως η βίαιη τυχαιότητα της ζωής δεν μπορεί να μας αφήσει αλώβητους. Πως μπορώ λοιπόν να αποφύγω και την αναφορά στο Philip Larkin, έναν από τους αγαπημένους ποιητές και του ίδιου του Hitchens:
They fuck you up, your mum and dad.They may not mean to, but they do.
Ο George Orwell, αναμφισβήτητα το κυριότερο πρότυπο του Hitchens, έγραφε ότι, πέρα από τους καθαρά βιοποριστικούς λόγους, υπάρχουν τέσσερα σημαντικά κίνητρα για να γράφει κανείς: 1. καθαρός εγωισμός (να θέλεις να φαίνεσαι έξυπνος, να σε θυμούνται μετά το θάνατό σου, να εκδικηθείς όσους ενήλικες σε υποτιμούσαν στα παιδικά σου χρόνια, κλπ.), 2. αισθητικός ενθουσιασμός (η ίδια η απόλαυση της γραφής ή του αντικειμένου που πραγματεύεται), 3. η ώθηση της ιστορίας (να ανακαλύπτεις τον κόσμο και να τον καταγράφεις για τις μελλοντικές γενιές), και 4. για πολιτικούς σκοπούς (να θέλεις να σπρώξεις τον κόσμο προς κάποια κατεύθυνση και να αλλάξεις την άποψη των άλλων για το τι είδους κοινωνία θα έπρεπε να επιδιώκουν).
Το Arguably είναι η πέμπτη συλλογή κειμένων που εκδίδει ο Christopher Hitchens και φαίνεται να καλύπτεται από όλα τα παραπάνω κίνητρα. Αποτελείται κυρίως από κείμενα που έχουν γραφτεί την τελευταία δεκαετία κι έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα (έντυπα ή διαδικτυακά) περιοδικά (Vanity Fair, Slate, The Atlantic, κα.) με τα οποία ο Hitchens συνεργάζεται ως συντάκτης ή λογοτεχνικός κριτικός.
Τα τελευταία χρόνια, η δημόσια περσόνα του ως ένας από τους «Τέσσερις Ιππότες του Αθεϊσμού» (μαζί με τους Richard Dawkins, Daniel Dennett και Sam Harris) έχει επισκιάσει μάλλον τις υπόλοιπες πτυχές του ταλέντου του. Με το Arguably ανακαλύπτουμε ευτυχώς (ξανά) ότι ο Hitchens δεν είναι μονάχα ένας από τους πιο δεινούς ρήτορες κατά της Θρησκείας, αλλά κι ένας από τους πιο πολυμαθείς, κομψούς, μαχητικούς και αδίστακτα εύστοχους δοκιμιογράφους της εποχής μας.
Όσοι παρακολουθούμε τα κείμενά του τα τελευταία χρόνια, γνωρίζουμε ότι είναι οι εμμονές του (και ποιος λέει ότι είναι κακό να έχει κανείς εμμονές;) που καθορίζουν τον κόσμο του – τη δική του ‘Γη της Επαγγελίας’, ως τόπο υπαρκτό μέσα στο χώρο της διανόησης, των ιδεών και της λογοτεχνίας. Κι αν και ο κόσμος του Hitchens είναι γεμάτος ήρωες (συνήθως λογοτέχνες, φιλόσοφους ή πολιτικούς, με τον Orwell και τον Jefferson να έχουν πάντα ξεχωριστή θέση) και συναρπαστικές ιστορίες, δεν υπάρχει τίποτα το ιερό που μπορεί να βρεθεί πέρα ή έξω από το χώρο της κριτικής του.
Σε όλα τα κείμενα του Arguably, ιδιαίτερα σε όσα έχουν γραφτεί μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η ανοχή του για ό,τι συνειδητά αντιαμερικανικό ή ηθικά σχετικιστικό ή ανεκτικό προς τον «φασισμό με ισλαμικό πρόσωπο» είναι εντυπωσιακά μικρή. Αναφερόμενος στις θολές πολιτικές επιλογές του Graham Greene, γράφει για τον αντιαμερικανισμό:
Ο όρος ‘αντιαμερικανικό’ είναι χαλαρός και χρησιμοποιείται και ως τέτοιος. Ο δικός μου προσωρινός ορισμός (working definition), ομολογουμένως επίσης χαλαρός, είναι ότι ένας άνθρωπος είναι αντι-αμερικανός αν είναι με συνέπεια περιφρονητικός για τον Αμερικανικό πολιτισμό και, επιπλέον, υποστηρίζει κάθε αντίπαλο, όποιος κι αν είναι αυτός, της πολιτικής των Η.Π.Α.
Σε αυτή την κατηγορία κατατάσσει φαντάζομαι και τον Gore Vidal – παλαβός (‘crackpot’), καθώς και τον John Updike, του οποίου το τελευταίο μυθιστόρημα (‘The Terrorist’) το καταδικάζει ως «ένα από τα χειρότερα δείγματα γραφής από ενήλικα». Κι οι δυο τους προσπάθησαν να αναζητήσουν ελαφρυντικά για τους φανατικούς τρομοκράτες στην υποτιθέμενη παρακμή του αμερικανικού πολιτισμού και τις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής των κυβερνήσεων των Η.Π.Α.
Για τον Hitchens δεν μπορούν να υπάρξουν ελαφρυντικά για τη βία των φονταμενταλιστών, τον ολοκληρωτισμό, την καταπίεση, την έλλειψη ελευθερίας της έκφρασης. Κι ήταν αυτές του οι εμμονές που τον αποξένωσαν κι από τους πρώην συντρόφους του στην Αριστερά, που δεν του συγχώρησαν ποτέ την πρόσκαιρη συμμαχία του με τους νεο-συντηρητικούς του G.W.Bush για την εκθρόνιση του σατανικού Σαντάμ Χουσείν ή την υποστήριξη της πολιτικής ενάντια στον ‘Άξονα του Κακού’ (Ιράν, Ιράκ, Βόρεια Κορέα). Ο Hitchens όμως έχει την ‘ώθηση της ιστορίας’ και καταφεύγει στον Μαρξ για να απαντήσει στους πρώην συμμάχους του:
Αν ψάχνετε για μια ειρωνεία της ιστορίας, θα την βρείτε όχι στο γεγονός ότι ο Marx υπήρξε κακοπληρωμένος υπάλληλος Αμερικάνικης εφημερίδας. Αλλά στο γεγονός ότι και αυτός και ο Engels θεωρούσαν την Ρωσία ως το μέγα προπύργιο της συντηρητικής αντίδρασης και την Αμερική ως την χώρα με την δυνατότητα να θρέψει την ελευθερία και την ισότητα. Αυτό δεν είναι από τα πράγματα που σας διδάσκουν στο σχολείο (σε καμία από τις δύο χώρες).
Και δεν διστάζει να υποστηρίξει ανοιχτά και τον G.W. Bush στη ρητορική του κατά του ολοκληρωτικού καθεστώτος της Βόρειας Κορέας:
Πόσο παράξενο είναι, αν το σκεφτεί κανείς, ότι μόλις την περασμένη εβδομάδα ένας Αμερικανός πρόεδρος μίλησε για πρώτη φορά επίσημα για την προφανή αλήθεια για τη Βόρεια Κορέα. Για την πραγματικότητα, ο κ. Bush υπήρξε μάλλον συγκρατημένος όταν είπε ότι η κυβέρνηση του Kim Jong-il διατηρεί στρατόπεδα συγκέντρωσης. Θα ήταν πιο κοντά στην αλήθεια να πούμε ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Βόρειας Κορέας, όπως αυτοαποκαλείται, είναι ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Θα ήταν ακόμη πιο ακριβές να πούμε, χρησιμοποιώντας ένα Αμερικάνικο ιδίωμα, ότι η Βόρεια Κορέα είναι ένα κράτος σκλάβων.
Όπως δεν διστάζει να επιτεθεί και στον Φιντέλ Κάστρο, τη μασκότ του αριστερίστικου αντιαμερικανισμού:
Η Κούβα είναι ένα κράτος φρουραρχείο που διοικείται από έναν στρατιωτικό caudillo για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων πενήντα χρόνων. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ο μέγιστος ηγέτης βάσιζε πάντα τη νομιμότητά του στην ιδιότητά του ως αρχηγός του στρατού. Η δυναστική διαδοχή του από τον αδελφό του επισημοποιεί μονάχα την κατάσταση αυτή. Όπως κάποτε ειπώθηκε για την Πρωσία, η Κούβα δεν είναι ένα κράτος που έχει στρατό, αλλά ένας στρατός που έχει ένα κράτος.
O Μπόρχες φανταζότανε τον Παράδεισο ως ένα είδος βιβλιοθήκης. Αν όντως υπήρχε ένας τέτοιος Παράδεισος, είμαι σίγουρος ότι δεν θα μπορούσε να λείπει το Arguably από την πτέρυγα αφιερωμένη στην υψηλή τέχνη του δοκιμίου. Κάθε κείμενο σε αυτή την (αποτρεπτικά ίσως) ογκώδη συλλογή των σχεδόν 800 σελίδων, είτε βιβλιοκριτικής είτε πολιτικής πολεμικής, αποτελεί ένα μικρό ιστορικό μονόγραμμα. Και πάντα το ίδιο απολαυστικό – είτε αναφέρεται στην προσωπική αλληλογραφία του Thomas Jefferson, είτε στον Harry Potter, είτε στην αξία του στοματικού έρωτα για τον Αμερικάνικο πολιτισμό.
Κι αν έχει κανείς κάποιες απόψεις ιερές, για τις οποίες είναι απολύτως σίγουρος, και η βεβαιότητά του αυτή καθορίζει αυτό που είναι και τον τρόπο που οδηγεί τη ζωή του, να εύχεται να μη βρεθεί ο Hitchens στην αντίπαλη όχθη. Κανείς δεν μπορεί να αποδεχτεί εύκολα την απόλυτη συντριβή της αυταπάτης του. Αυτή όμως ακριβώς είναι και η αξία του Hitchens. Αυτή η ανελέητη επίθεση ενάντια στις αυταπάτες, τα στεγανά και τη βίαιη ανοησία του κόσμου γύρω μας.
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου