Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Σα να ψάχνεις μιαν αόρατη ανεμόσκαλα

Leave a Comment
Αν δεν κάνω λάθος, και είμαι σίγουρος ότι δεν θα με συγχωρήσετε αν κάνω, είναι μονάχα τρία τα μουσικά είδη που περιλαμβάνουν το χορό του τσιφτετελιού στο χαρτοφυλάκιό τους: η «λαϊκή μουσική» (με όλες τις θετικές και αρνητικές αποχρώσεις του όρου), η αποκαλούμενη «έντεχνη μουσική» (μια πιο εκλεπτυσμένη ίσως μορφή της λαϊκής μουσικής), καθώς και η εγχώρια ποπ μουσική της παραλιακής σκηνής (γνωστή και ως «σκυλάδικο»).

Κάθε στιγμή της ελληνικής νύχτας, υπάρχει κάπου κάποιος που βρίσκεται παραδομένος σε αυτό το μεθυσμένο οθωμανικό παραλήρημα. Χέρια σηκωμένα ψηλά, σπάσιμο του καρπού, η λεκάνη που λικνίζεται στους οριεντάλ ρυθμούς του ηλεκτρικού μπουζουκιού και τα πόδια που κλωτσάνε ελαφρά τον αέρα σε μια από τις πιο αντιαισθητικές επιδείξεις αυταρέσκειας. Ένας δεξιοτεχνικός χορός της Ανατολής, κατέληξε πια να είναι μια μαζική καρικατούρα της νυχτερινής μας ζωής. Το τσιφτετέλι είναι ταυτόχρονα το πιο ταπεινό και το πιο χαρακτηριστικό ίσως σημάδι του σύγχρονου πολιτισμού μας. Αποτελεί την τελευταία προσπάθεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας να κερδίσει το χρόνο, να αντισταθεί στη Δύση, στην εξέλιξη. Ανάμεσα στα πανέρια με τα χρησιμοποιημένα γαρύφαλλα, ο Σουλτάνος εξαπλώνει τον ιό του μεθυσμένου λούμπεν – της «καψούρας» του «μάγκα» για τη «γκόμενα» που έχασε. (Τα κατάφερα! Μια πρόταση με τρεις από τις πιο άσχημες λέξεις της ελληνικής γλώσσας.)

Το ρεμπέτικο τραγούδι υπήρξε η φωνή της μικρασιατικής καταστροφής. Ήταν το τραγούδι του πρόσφυγα, του μεταναστευτικού περιθωρίου, του αντιήρωα. Ως τέτοιο, θα μπορούσαμε να του αποδώσουμε ένα δονκιχωτικό ρομαντισμό που είχε μάλλον το δυναμικό να εξελιχτεί σε ένα κόσμο που θα ξεπερνούσε τη μουσική μας επαρχία. Και γίνανε τέτοιες προσπάθειες. Ο Μάνος Χατζιδάκις προσπάθησε να δημιουργήσει ένα ρεμπέτικο κοσμοπολίτικο, πολύχρωμο, εκλεπτυσμένο, περιπετειώδες. Ο Μίκης Θεοδωράκης το επιστράτευσε στις αναζητήσεις του στο χώρο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Η μαζική του μορφή ωστόσο δεν κατάφερε να ξεφύγει από τα «κοσμικά κέντρα» του Μανώλη Χιώτη και καταδικάστηκε να μεταλλαχθεί στα «μπουζούκια» και το «σκυλάδικο».
Σε αυτή την εξέλιξη έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο βέβαια και η «νομιμοποίηση» του σκυλάδικου από το πολιτικό κατεστημένο – κυρίως κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και της μοιραίας δεκαετίας του 1980. Ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος έγραφε πολύ σωστά το 1988: «Παρ’ όλο που οι Έλληνες έκαναν ολόκληρη επανάσταση για να αποτινάξουν από πάνω τους τον τουρκικό δεσποτισμό, ο σύγχρονός μας σοσιαλισμός αποφάσισε να ενισχύσει τα κατάλοιπα των πολιτιστικών επιρροών της Ανατολής. Και να δυναμώσει έτσι βέβαια τα στοιχεία μοιρολατρίας και υποταγής που κυριαρχούν στα μηνύματα αυτά.» Για να συμπληρώσει πολύ σωστά: «Ο πολιτισμός επιβιώνει και αναζωογονείται ανάλογα με το δυναμισμό του και την ικανότητά του να δημιουργεί και να ψάχνει.» (Για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι απολύτως βέβαιος ότι την αποκλειστική ευθύνη φέρει μονάχα ο εγχώριος σοσιαλισμός. Ο αντιδυτικισμός της εκκλησίας, καθώς και η «ελληνικότητα» της Δεξιάς σε συνδυασμό με τη «λαϊκότητα» της Αριστεράς έχουν σίγουρα συμμετοχή στην παρακμιακή πορεία μας.)

Σίγουρα το τσιφτετέλι δεν είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας. Σηματοδοτεί όμως την τάση μας να αναζητούμε το ευτελές. Συμβολίζει το φτηνό νεοπλουτισμό μιας εποχής που κατέληξε στη χρεοκοπία και τη διάλυση. Στη νυχτερινή μας διασκέδαση, στον τρόπο που χτίσαμε τις πόλεις μας, στο χώρο εργασίας, στη συναναστροφή μας με τους ανθρώπους γύρω μας. Το τσιφτετέλι είναι ο μεθυσμένος οδηγός, ο ανάγωγος δημόσιος υπάλληλος, η κακόγουστη πολυκατοικία, ο διεφθαρμένος πολιτικός.
Η πορεία από το αστικό τραγούδι των αρχών του προηγούμενου αιώνα, στο ρεμπέτικο και τελικά στο σκυλάδικο είναι ο χώρος του σύγχρονου πολιτισμού μας. Είναι η ίδια η πορεία της δημοκρατίας μας – από μια ελλειμματική αστική δημοκρατία, στην κυριαρχία του υποκόσμου, κι εντέλει στην ευτέλεια.  Μένει τώρα να δούμε πια θα είναι η επόμενη μέρα, τώρα που σπάσαμε πια όλα τα πιάτα κι οι πόρτες του σκυλάδικου έχουν κλείσει. Κι η επόμενη μέρα δεν είναι ποτέ εύκολη.