Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Ηπείρου και 3ης Σεπτεμβρίου

2 comments
Στο Μάουλμαϊν, στην κάτω Μπούρμα, μισήθηκα από ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων – τη μόνη φορά στη ζωή μου που υπήρξα αρκετά σημαντικός για να μου συμβεί κάτι τέτοιο.
[Πυροβολώντας Ένα Ελέφαντα – George Orwell]
(Σαββάτο στην Αθήνα. Διασχίζω την Ηπείρου με το ταξί.)

Η μετανάστευση δεν είναι ένα φαινόμενο που γεννήθηκε μέσα σε μια νύχτα. Την τελευταία εικοσαετία η χώρα έγινε τόπος υποδοχής εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών που πίστεψαν ότι θα βρίσκανε εδώ ένα καλύτερο μέλλον. Κι ένα πιο ασφαλές μέλλον. Κι όπως αντιμετωπίζουμε όλα τα σημαντικά ζητήματα τα τελευταία χρόνια, έτσι σταθήκαμε απέναντι και στο μεταναστευτικό: κάναμε ότι δεν υπάρχει.

Το να κλείσουμε τα σύνορα δεν ήταν προφανώς ποτέ η λύση – δεν είναι καν φυσικά δυνατό. Ούτε και σήμερα που επαναφέρεται ως ενδεχόμενο. Αν από την πρώτη μέρα είχε κάποια κυβέρνηση την τόλμη να συγκρουστεί με την αντιδραστικότητα της ακροδεξιάς, η νόμιμη μετανάστευση – το ελεγχόμενο άνοιγμα των συνόρων – θα ήταν η μόνη ρεαλιστική λύση. Οι μετανάστες, ερχόμενοι στη χώρα (μιας έτσι κι αλλιώς θα ερχότανε) θα μπορούσανε να αποκτήσουν έτσι νόμιμη παρουσία, να πληρώνουνε φόρους, να στέλνουν τα παιδιά τους σχολείο, να συμμετέχουν στη ζωή της χώρας. Προτιμήσαμε όμως να τους στρέψουμε στο περιθώριο.

(Ο Α. χτυπούσε το τζάμι μέσα από το ταξί και άρχισε πανικόβλητος να φωνάζει: «Τρέξε. Τρέξε. Φύγε.» Το ταξί αναγκάστηκε να σταματήσει σε μποτιλιάρισμα λίγο πριν από τη διασταύρωση της Ηπείρου με την 3η Σεπτεμβρίου. Στο πεζοδρόμιο δίπλα του, μια ομάδα «αγανακτισμένων πολιτών» είχαν κυκλώσει ένα σκουρόχρωμο νεαρό στην είσοδο μιας πολυκατοικίας και τον γρονθοκοπούσαν ανελέητα. Ο νεαρός φαινότανε να μην καταλαβαίνει τι του συμβαίνει. Δάκρυα τρέχανε από τα μάτια του, αλλά στο πρόσωπό του έβλεπες την εικόνα της απορίας. Τι συμβαίνει; Ποιοι είναι αυτοί; Ο Α. προσπαθεί να κατεβάσει το παράθυρο. «Τρέξε. Τρέξε. Αστυνομία! Χτυπάνε ανθρώπους!»)

Δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει τη διαπίστωση ότι το κέντρο της πρωτεύουσας έχει πια μετατραπεί σε γκέτο. Υπόκοσμος κι απελπισία, δίπλα στη φτώχια και την ανέχεια. Κι η ύπαρξη της εγκληματικότητας δεν είναι φυσικά αυτό που θα έπρεπε να μας εκπλήσσει σε αυτές τις περιπτώσεις – η απουσία της θα ήταν το εντυπωσιακό φαινόμενο. Οι κάτοικοι του κέντρου φοβούνται – άλλες φορές δικαιολογημένα κι άλλες φορές αδικαιολόγητα. Ο φόβος όμως είναι παράξενο φαινόμενο, συνήθως ανεξέλεγκτο και πάντα κακός σύμβουλος. Κι αν υπήρχε μια ελπίδα να δοθεί λύση σε ένα περίπλοκο αλλά αναπόφευκτο πρόβλημα, όλες οι ελπίδες χάνονται όταν τον έλεγχο της περιοχής κατέχουν πλέον η Χρυσή Αυγή και ο θυμός των «αγανακτισμένων πολιτών».

(Αισθάνεται την αδρεναλίνη του να ανεβαίνει. Βλέπει έναν αστυνομικό να έρχεται προς το μέρος του. Κατεβαίνει από το ταξί και του κάνει νόημα από μακριά. «Εδώ. Εδώ. Τον χτυπάνε.» Μέσα στον πανικό της στιγμής, ο σκουρόχρωμος άνδρας καταφέρνει να ξεφύγει κι αρχίζει να τρέχει. «Τι συμβαίνει;». «Εδώ», του λέει, «τον είχανε πιάσει και τον χτυπούσανε. Θα τον σκοτώνανε.» «Και τι θες να κάνω», απαντά ο αστυνομικός ανασηκώνοντας τους ώμους. Ο Α. δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει που βρίσκεται. «Να τους συλλάβεις, βέβαια», απαντά. «Να τους σταματήσεις. Θα τον σκοτώνανε...»)

Το πρόβλημα με τους «αγανακτισμένους πολίτες» είναι ότι δεν τους ξεχωρίζεις από μακριά. Κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Δεν είναι σκίνχεντς, δεν φοράνε στολές και περιβραχιόνια. Είναι άνθρωποι σαν κι εμάς, που έχουν πια χάσει την επαφή με τον πολιτισμό μας. Και για τους περισσότερους δεν υπάρχει επιστροφή. Έχουν επιτρέψει στο φόβο και το μίσος να κατευθύνουν τη σκέψη τους.

(Κι ενώ ο αστυνομικός, πάντα νηφάλιος, γυρίζει να του μιλήσει, ο Α. βλέπει με την άκρη των ματιών του τον όχλο να πλησιάζει από την άλλη μεριά του δρόμου. Μόνο τότε συνειδητοποίησε την απερισκεψία της αντίδρασής του. Τι ανοησία! Ευτυχώς πρόλαβε να ξαναμπεί στο ταξί. Τώρα πια τον έχουν κυκλώσει και φωνάζουν σα λυσσασμένα σκυλιά. «Προδότη!». «Συνασπιστή!». «Ρουφιάνε». «Θα σε σφάξουν αύριο!». «Παιδιά δεν έχεις εσύ;». Και ζητάνε από τον οδηγό του ταξί να ανοίξει τις πόρτες. «Φραγκοφονιά! Θα σε σφάξουνε κι εσένα. Κατέβασέ τον ρε!»)

Ξεχνάμε δυστυχώς ότι ο ρατσισμός δεν ξεκινάει με λευκές κουκούλες και φλεγόμενους σταυρούς. Ξεκινά με την υπεραπλούστευση – συχνά αθώα, πολύ συχνότερα όχι – των τετριμμένων γενικεύσεων. Γίνεται ρητορική περί εθνικής καθαρότητας, φυλετικής ομοιογένειας και πολιτισμικής ακεραιότητας. Γίνεται βία στους δρόμους – βία απρόσωπη, λυσσασμένη, άστοχη. Γίνεται φόβος, αδιέξοδο, στοχευμένο μίσος.

Τη βία δεν την τροφοδοτούν οι λούμπεν αγανακτισμένοι πολίτες, οι σκίνχεντς κι οι ναζιστές. Αυτοί είναι τα παράσιτα που τρέφονται από τη βία. Τη βία την τροφοδοτούμε εμείς που την ανεχόμαστε. Γιατί η ανοχή είναι για τη βία ότι το οξυγόνο για τη φωτιά. Κάθε φορά που υψώνουμε τη φωνή μας ζητώντας απελαθούν όλοι οι ξένοι ή να κλείσουμε τα σύνορα («δεν χωράει άλλους η χώρα»), οπλίζουμε έναν ακόμη ανεγκέφαλο τραμπούκο που με ευκολία μεταφέρει τα πιο ταπεινά του ένστικτα στο γήπεδο του πεζοδρομίου.

2 Σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Καλό άρθρο. Οι αντίθετης απόψεως όμως σίγουρα θα έχουν κάποιες ερωτήσεις. (που κι εγώ τις έχω παρόλο που μου άρεσε το άρθρο).

α)Αφού δεν είναι δυνατόν να κλείσουν τ σύνορα με φυσικό τρόπο, τότε πως οι βόρειες χώρες έχουν μικρό ποσοστό μετανάστευσης;
β) Εάν νομιμοποιηθούν, είναι σίγουρο ότι θα βρούνε δουλειές έτσι ώστε να μειωθεί η εγκληματικότητα;
γ)Κι αν βρούνε δουλειές, θα υπάρχουν δουλειές για τους Ελληνες; (ειδικά τώρα με την αυξανόμενη ανεργία;)

Γ.Σαρηγιαννίδης είπε...

α) Αν και οι βόρειες – πιο αναπτυγμένες χώρες – έχουν πιθανότατα και μικρότερες ανάγκες ανειδίκευτων εργατών, δεν είμαι σίγουρος ότι ο ισχυρισμός σου βασίζεται σε πραγματικά στοιχεία. Επίσης το δεν κατανοώ τη λογική της παραπάνω πρότασης – το «αφού…τότε» δεν συνδέονται.
β) Όχι, δεν είναι σίγουρο.
γ) Δεν γνωρίζω την απάντηση. Δεν ισχυρίστηκα ότι υπάρχουν μαγικές λύσεις. Ούτε όμως πιστεύω ότι κάποιος που έτυχε ο προπάππους του να γεννήθηκε εντός των συνόρων να έχει περισσότερη αξία από κάποιον που ο παππούς του γεννήθηκε εκτός των συνόρων (όπως εγώ) ή που ο πατέρας του γεννήθηκε εκτός των συνόρων (όπως χιλιάδες συμπολίτες μου).