Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Το πραγματικό έλλειμα

Leave a Comment

Τις τελευταίες ημέρες επανέρχεται στην επικαιρότητα το σενάριο αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους. Υπάρχουν ακόμη και φωνές που υποστηρίζουν την πρωτοφανώς ανήθικη επιλογή της άρνησης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της χώρας απέναντι στους δανειστές της. Ας υποθέσουμε ότι οι πολιτικές μας ηγεσίες, ανήμπορες να αντέξουν το πολιτικό κόστος των αντιδράσεων, υποκύπτουν στην επιλογή της ανευθυνότητας. Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα; Ας ρίξουμε μια ματιά στα μετρήσιμα μεγέθη.

Ο συνολικός κρατικός προϋπολογισμός του 2010 ανέρχεται στα 77 δισεκατομμύρια (77,000,000,000!!!) ευρώ. Από αυτά, μόλις τα 54 δισ. προέρχονται από τακτικά έσοδα του κράτους. Για τα υπόλοιπα 23 δισ. το κράτος ήταν αναγκασμένο να καταφύγει στο δανεισμό. Αν ήθελε δηλαδή να αποφύγει την άμεση χρεοκοπία, τη στάση πληρωμών μισθών και συντάξεων, και την πλήρη κατάρρευση του κράτους. Αυτό είναι λοιπόν το πραγματικό έλλειμμα του προϋπολογισμού που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε.

Ας ρίξουμε τώρα και μια ματιά στις δαπάνες.
Από τα 77 δισ. των δημόσιων δαπανών, μόνο τα 13 δισ. καταλήγουν στην αποπληρωμή τόκων προηγούμενων δανείων. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν αποφασίζαμε σήμερα να αρνηθούμε όλες μας τις υποχρεώσεις και να γυρίσουμε την πλάτη μας σε ολόκληρο τον αναπτυγμένο κόσμο, ο κρατικός προϋπολογισμός θα παρέμενε ελλειμματικός κατά 10 δισ. Ποσό που δεν θα μπορούσαμε βέβαια να πια να δανειστούμε, μιας και δεν θα υπήρχε κανείς τρελός να χρηματοδοτήσει μια χώρα χωρίς καμία ελπίδα να πάρει ποτέ πίσω τα χρήματά του. Κι όποιος ισχυρίζεται κάτι διαφορετικό, ή ψεύδεται ή αγνοεί πλήρως την πραγματικότητα.
Ας αναρωτηθούμε όμως και πόσα από τα 77 δισ. των δημοσίων δαπανών καταλήγουν πραγματικά σε αποδοτικές επενδύσεις ή (ανταποδοτικές ή μη) κοινωνικές υπηρεσίες. Γνωρίζουμε ότι οι αποδοχές, οι πρόσθετες παροχές και οι συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, ξεπερνούν τα 26 δισ. ευρώ; Αν υποθέσουμε ότι οι υπόλοιπες δαπάνες του δημοσίου (νοσοκομεία, σχολεία, κοινωνική προστασία) είναι λίγο-πολύ ανελαστικές, ας μας απαντήσουν οι οπαδοί της άρνησης του χρέους από πού θα αντληθούν τα 10 δισ. που λείπουν από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αν δεν είναι κανείς κυνικά ψεύτης, δεν μπορεί παρά να αποδεχτεί ότι είτε θα καταλήξουμε σε δραστική μείωση των δημοσίων υπαλλήλων (στους μισούς περίπου από ότι έχουμε σήμερα), είτε σε δραστική μείωση των αποδοχών τους (στο μισό περίπου από όσες λαμβάνουν σήμερα).
Συχνά ακούμε επίσης περί του αβάστακτου βάρους των αμυντικών εξοπλισμών και της εξάρτησης από ξένα συμφέροντα και βιομηχανίες πολέμου. Ας συμφωνήσουμε όλοι ότι θα μειώσουμε στο ελάχιστο, ή και θα μηδενίσουμε κάποτε, τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Το ποσό που θα καταφέρναμε ίσως να εξοικονομήσουμε δεν θα ξεπερνούσε τα 2 δισ. ευρώ, οπότε και επιστρέφουμε πάλι στο παραπάνω σενάριο. Πέρα από το ευχολόγιο της ειρήνης και τις υπερβολές περί στρατιωτικής εξάρτησης από ξένες δυνάμεις, βλέπουμε ότι ακόμη και η πλήρης εκμηδένιση των στρατιωτικών δαπανών δεν θα επαρκούσε ούτε καν στο ελάχιστο ως λύση.
Ακόμη δηλαδή κι αν υποθέταμε ότι όλα τα δάνεια της χώρας εξαφανιζότανε δια μαγείας, πάλι το ελληνικό κράτος θα ήταν αναγκασμένο να καταφύγει είτε στο δανεισμό είτε σε μέτρα δραστικής μείωσης των εξόδων μας. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να συμπεράνει ότι η αριθμητική των οπαδών της άρνησης του χρέους βασίζεται στην αλχημεία της υποκρισίας.

Υπάρχει ίσως κάποιο άλλο σενάριο που θα μπορούσαμε να εξετάσουμε, πέρα από την άμεση και δραστική μείωση των δαπανών του δημοσίου; Εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια παράξενη σύμπνοια των πολιτικών άκρων στην αναζήτηση της λύσης μέσα από μια υποτιθέμενη αύξηση των εσόδων.
Η κομουνιστική Αριστερά επιμένει στην αύξηση της φορολόγησης του «μεγάλου κεφαλαίου». Αυτή η μέθοδος δεν μπορεί προφανώς να εφαρμοστεί αν δεν συνδυαστεί με ένα άμεσο και βίαιο κλείσιμο των συνόρων. Όπως είναι φυσικό, οι επιχειρήσεις και οι διοικήσεις τους έχουν ως μόνο στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους. Ποια επιχείρηση λοιπόν δεν θα μετέφερε τις δραστηριότητές της σε κάποια γειτονική χώρα αν αυτό ήταν προς το συμφέρον των μετόχων της;
Η λαϊκή Δεξιά, ξαναανακαλύπτοντας τα διδάγματα του Κέυνς, επιμένει σε μια αναπτυξιακή πολιτική από μεριάς της κυβέρνησης που ούτε κατονομάζει, ούτε είναι σε θέση να περιγράψει. Το δρόμο της τροφοδότησης της αγοράς με δημόσιο χρήμα τον έχουμε ήδη δοκιμάσει και βιώνουμε σήμερα τις επιπτώσεις της αφέλειάς του. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος δημιουργίας ανάπτυξης από τη μείωση του δημοσίου, την απελευθέρωση και απορύθμιση της αγοράς και δημιουργία επιχειρηματικής σταθερότητας. Δεν είναι παράξενο όμως που η ΝΔ δεν μπορεί να ξεφύγει από το συντηρητικό της δρόμο. Μάλλον το αντίθετο θα έπρεπε να μας εκπλήσσει.

Το μνημόνιο δεν αποτελεί την καταστροφή της χώρας, ούτε οδηγεί στην υποδούλωσή της όπως πολύ εύκολα δηλώνουν ορισμένοι. Η μείωση των κρατικών δαπανών, ο εξορθολογισμός του δημοσίου και η απελευθέρωση της αγοράς είναι οι μόνες επιλογές που έχει η χώρα μας για να ορθοποδήσει. Κι αν το μνημόνιο δεν υπήρχε, θα έπρεπε να το εφεύρουμε.

(Διαβάστε και το σχετικό πολύ καλό σχόλιο του Κωστή Λυμπουρίδη: Οι αμείλικτοι αριθμοί)